Ο Φοίβος με τη Δόξα ήταν κατά κανόνα στην ίδια κατηγορία, Α ή Β Αθηνών, η Αρμενική μια φορά μαζί μια φορά παρακάτω.
Όλοι οι αγώνες είχαν το ενδιαφέρον τους οι τοπικές όμως αναμετρήσεις ανάμεσα στις τρείς ομάδες και ιδιαίτερα οι αναμετρήσεις ανάμεσα στη Δόξα και το Φοίβο ήταν το τοπικό ισοδύναμο των αγώνων Παναθηναϊκού Ολυμπιακού.
Η προετοιμασία των οπαδών ξεκίναγε από την αρχή της βδομάδας με τους μεγαλύτερους στα καφενεία και τους μικρότερους στο σφαιριστήριο να κάνουν ασκήσεις οπαδικής νομιμότητας και προπόνηση για τον πιθανό ξυλοδαρμό που θα έρχονταν.
Τις Κυριακές εκείνης της εποχής (δεκαετία του 60) μικρά παιδιά τελειώναμε το δημοτικό ή είμαστε στις μικρές τάξεις του Γυμνασίου το ποδοσφαιρικό θέαμα ξεκίναγε από το πρωί από τις 10 με τον πρώτο αγώνα της ημέρας, τις δώδεκα ακολουθούσε ο δεύτερος και τις δύο το μεσημέρι ο τρίτος αγώνας. Ο καλός ήταν πάντα ο τελευταίος που έπαιζε ο Φοίβος όταν ήταν γηπεδούχος, ή η Δόξα όταν ο Φοίβος έπαιζε εκτός έδρας. Την εποχή βέβαια εκείνη δεν είχαμε θερινή ώρα και οι αγώνες ανάλογα με το πότε νύχτωνε ξεκίναγαν από τις εννιά το πρωί ή συνήθως τις δέκα.
Το διάστημα που μεσολαβούσε από το τέλος του προτελευταίου αγώνα με τον τελευταίο ήταν το διάστημα που εμφανίζονταν και έπαιζαν οι μικρές ομάδες του Φοίβου, τα λεγόμενα τσικό ή όπως άρεσε στους περισσότερους να αυτοαποκαλούνται, «τα στυλάκια»….
Περιττό να αναφέρω ότι ο διακαής πόθος όλων των πιτσιρικάδων της ευρύτερης περιοχής ήταν κάποια στιγμή να φορέσουν τη φανέλα της αγαπημένης μας ομάδας.
Το σχολείο όπως όλοι θυμόμαστε τέλειωνε το μεσημέρι ή το βράδυ του Σαββάτου και ο χρόνος ανάπαυσης και προετοιμασίας ήταν περιορισμένος έως ανύπαρκτος μέχρι το πρωί της Δευτέρας, ή το απόγευμα αν ήμαστε απογευματινοί και είχαμε βέβαια χρόνο τη Δευτέρα το πρωί να προετοιμαστούμε για το σχολείο. Έτσι η προσαρμογή στις υποχρεώσεις της Κυριακής είχε σημείο αναφοράς το ματς της ομαδάρας μας όταν έπαιζε στην έδρα μας ή να μετακινηθούμε σε κάποια έδρα στα εκτός, και φυσικά να δούμε όσο πιο πολλά ματς γίνονταν. Ένα επιπλέον κίνητρο να παίξει κανείς στην εφηβική ομάδα ή στα τσικό ήταν και η αντίστοιχη αναγνωρισιμότητα στην είσοδο του γηπέδου όπου ο έφορος της ομάδας ο περίφημος Ταές μας έβαζε χωρίς εισιτήριο λέγοντας στον εφοριακό αυτός είναι δικός μας. Δεν χρειάζεται να αναφέρω την υπερηφάνεια και καμιά φορά την αλαζονεία των πιτσιρικάδων του τύπου είμαι κάποιος.
Η είσοδος στον κόσμο του αγωνιστικού ποδοσφαίρου την εποχή εκείνη εκτός από συγκυριακός ήταν και η αναγνώριση μιας στοιχειώδους ικανότητας όπως αυτή έβγαινε από το καθημερινό δίτερμα στο γήπεδο που και αυτό είχε την ιεραρχία του.