Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

Δελούδη, Σκουρτανιώτη, Ραφτοπούλου..


Χωματόδρομοι παντού, άσφαλτος  σε ελάχιστους δρόμους τριγύρω κυρίως εκεί που πέρναγαν τα λεωφορεία. Στο σπίτι μπροστά στη Δελούδη,  ένα μεγάλο πεύκο στη μέση του δρόμου έκοβε την ορμή του νερού που κατέβαινε από το βουναλάκι της Δάφνης, και όταν τέλειωνε η βροχή και σταμάταγε η κατεβασιά απέμενε ένα παχύ στρώμα άμμου που το περιμέναμε πως και πως για να χωριστούμε σε ομάδες και να αρχίσει το παιχνίδι. Οι βουτιές στην άμμο έφερναν σε απόγνωση τις μανάδες μας που μη έχοντας την πολυτέλεια του λουτρού πάσχιζαν να διώξουν τους κόκκους της άμμου που έμπαιναν σε κάθε μέρος απ’ τα ρούχα μας, τα παπούτσια τα μαλλιά ότι τελοσπάντων  μας περιέβαλε. Οι ατυχείς περίοικοι έβαζαν κάθε μέσο που είχαν για να μας απομακρύνουν μήπως βρουν λίγη ησυχία.
Σκουρτανιώτη και Ραφτοπούλου, το γήπεδο της Μήτσενας, ήταν ο κεντρικός τόπος συνάντησης όλων μας. Τον προσδιόριζε το οικόπεδο και το σπίτι του Γιαννάκη του Δρακόπουλου, από πάνω το σπίτι με τον φράχτη της κυρά Μαριγούλας, με το άνοιγμα που ήταν και η προέκταση του γηπέδου προς το σπίτι του Τζία  στην έξω μεριά το σπίτι της Σαρδέλενας και πιο κάτω του Σούλη του μουγγού τσαγκάρη. Από της κυρά Μήτσενας το σπίτι μέχρι το  γήπεδο παρεμβάλλονταν ένα περιτοιχισμένο χωράφι τη μάντρα του οποίου είχαμε μισογκρεμίσει για να πιάνουμε τη μπάλα. Οι εχθροί μας ήταν κατά σειρά κακίας η Σαρδέλενα με το γιό της ένα μελαχρινό ξερακιανό με μεγάλο μαύρο μουστάκι που η όψη του μας φαίνονταν φοβερή και ήταν ο μόνος που μας τρόμαζε πραγματικά και η μάνα του που όποτε είχαμε την ατυχία να πιάσει τη μπάλα μας στην αυλή της μας την έσκιζε με μαχαίρι. Ήταν τρομερή δοκιμασία. Οι μπάλες ήταν είδος σε ανεπάρκεια και η απώλεια έστω και μιας επέφερε κενό δυσαναπλήρωτο σε όλη τη γειτονιά. Μετά ήταν η Μήτσενα. Όποτε έπεφτε η μπάλα στο σπίτι της είχαμε μία στις δυό πιθανότητες να μας την επιστρέψει. Κυρίως όταν μεσολαβούσε ο γιός της ο Ηρακλής που ήταν πιο φιλικός από το γιό της Σαρδέλενας απέναντι μας. Υστερα ήταν ο Μπέσκος τον οποίο πραγματικά ενοχλούσαμε αλλά παρακρατούσε τη μπάλα τις ώρες κοινής ησυχίας και μας την επέστρεφε όταν βράδιαζε ενώ μας έμενε ελάχιστος χρόνος για παιχνίδι. Ο κυρ Μήτσος ο άντρας της κυρα Μαριγούλας ήταν φίλαθλος και μας παρακολουθούσε πολλές φορές που παίζαμε εκνευριζόταν μόνο όταν χάλαγαν τα λουλούδια στην αυλή του από τη μπάλα  που έπεφτε επάνω τους δεν ήταν όμως εχθρικός απέναντι στην ομάδα..

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Μια φωτογραφία - χιλιάδες αναμνήσεις.




 Το Mini του αδελφού μου στη μικρή ανηφόρα-αδιέξοδο της οδού Σκουρτανιώτη, δίπλα στο συνεργείο, στα όρια Νέου Κόσμου - Δάφνης το 1972: Κατσιπόδι, Δουργούτι, Κυνοσάργους, ακόμα και οι ονομασίες ήταν διαφορετικές. Οι πρώτες οδηγικές βόλτες σε δρόμους που συχνά μετατρέπονταν σε λασποχείμαρους από τους ανηφορικούς χωματόδρομους με τη γαλότσα σύννεφο! Σε απόσταση βολής το μεγάλο ιστορικό Γυμνάσιο-Λύκειο Δάφνης, Μπακνανά - Μπουμπουλίνας - Ρουμπέση - Ασπρογέρακα. Διαχρονικές κοπάνες πηδώντας τα κάγκελα για το «Σινέ-Αλίντα» απέναντι, με ακατάλληλες ταινίες, Μπρους Λί και Μπυράλ, Τam-Τam, Μιστράλ Μεντόλ ή More πράσινα. Από τη Σουλιωτών και τη Ρουμπέση, όλο ευθεία έβγαινες Χερσίφρωνος (μετέπειτα διαπλάτυνση Ηλία Ηλιού παρά τις… μαύρες σημαίες των κατοίκων να μη γίνει απαλλοτρίωση!), Φραντζή και Βρεσθένης, στο βιβλιοχαρτοπωλείο του Λαρόζα (και μετέπειτα Plastimodellismo). Ενδιάμεσα στάση στο Φάρο για ποδόσφαιρο, μπάσκετ ή ξύλινα «ποδοσφαιράκια» και μπιλιάρδο. Τεράστια αιωνόβια δέντρα που κόπηκαν για να πέσει τσιμέντο στους στενούς χωματόδρομους. Παρκαρισμένα Κορτίνα, Τάουνους και Κάπρι. Τα πρώτα μοντέλα και κομπιουτεράκια Sanyo από παιχνιδάδικα στη Ρουμπέση. Ατέλειωτες αλάνες, παιχνίδια μέσα στις σκαλωσιές των πρώτων πολυκατοικιών και μπάλα στο δρόμο, ελάχιστα αυτοκίνητα. Μελέτη με «Μικρό Σερίφη», «Μπλέκ», «Κράνος, Δράση, Εφοδος»! Κάλαντα, πανηγύρια και ρομάντζα κάτω από τα δέντρα του Αι Γιώργη, στρακαστρούκες, καψούλια και βαλανιδιάκια στα μίνι εξάσφαιρα, αλλά και νεροπίστολα, ξύλινα σπαθιά, τάκα-τάκα, πλανόδιοι εφημεριδοπώλες (μιάμιση δραχμή η «Απογευματινή» με τα φοβερά εγκλήματα πάθους – πρώτη σε κυκλοφορία τότε), «πατσές-ποδαράκια» με τη μοτοσικλέτα με καλάθι, ο μανάβης με τελάρο στο ποδήλατο, τα πρώτα «ντελίβερι» στο παράθυρο της νοικοκυράς. Ωραίες εποχές, όταν οι αυλές, οι μπογιές, ακόμα και οι σχολικές γόμες μύριζαν άρωμα - πριν τις αποστειρώσουν κι αυτές!
Λ.Δ.

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

Η ομαδάρα!!


Στο γήπεδο της Μήτσαινας προπόνηση γιατί θα αντιμετωπίσουμε την ομάδα του Φάρου στα χωράφια στη δεξαμενή.
Πόσοι λίγοι από τους παλιούς θυμούνται τα τοπωνύμια της περιοχής. Ελάχιστοι από τους σημερινούς κατοίκους του Φάρου γνωρίζουν εκεί που κάποτε συστεγάζονταν το 3ο και 4ο Δημοτικά σχολεία της Νέας Σμύρνης στο κλειστό του μπάσκετ και το κολυμβητήριο βρίσκεται η δεξαμενή της πόλης!!




Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Γκαζάκια..

Στο πατάρι του σπιτιού κάνοντας έκτακτες αναζητήσεις ένα μικρό θαύμα μπροστά μου καθώς σκούντηξα ένα κλειστό τσίγκινο κουτί από καφέ «παπαγάλο» της δεκαετίας του 60. Σπάνιο σκεύος την εποχή εκείνη χρηστικό για αυτό και πολύτιμο.
Δεν ξέρω πως έπεσε στα χέρια μου τότε, σίγουρα όμως θα το προσπάθησα πολύ γιατί όσο πολύτιμο και δυσεύρετο ήταν τότε άλλο τόσο πολύτιμο περιεχόμενο θα φύλαγε μέσα του.
 Κι έτσι ήταν!
 Άσπρα και διάφανα χρωματιστά γκαζάκια γέμισαν το πάτωμα καθώς άνοιξε το κουτί που τα φύλαγε μέσα του τόσες δεκαετίες και από ένστικτο τα μάζεψα και τα έστησα τα ετοίμασα για παιχνίδι. Τα άσπρα σε πολύ καλή κατάσταση με βαθυκόκκινες και βαθυγάλαζες ρίγες στην περίμετρο τους είχαν τη δική τους ιστορία, τα άλλα με σπασίματα στην επιφάνεια, αψευδή σημάδια πολύωρων παιχνιδιών και πολλαπλών ανταλλαγών ανάμεσα στους παίχτες κερδισμένα με μάχες στην αλάνα της κυρά Μήτσενας, στη Σκουρτανιώτη και Ραφτοπούλου εκεί που παίζαμε κάθε απόγευμα μπάλα, αγορασμένα με τα σπάνια πενηνταράκια που κονομούσαμε από καμιά αγγαρεία, απ’ τα ψιλικατζίδικα του «Παρασκευά» στη Βιέννα, του «Κυρ Λεωνίδα του Μπρούμα» στην ανηφόρα στη Δάβαρη στου «Σερίμη» στην κατηφόρα στον ίδιο δρόμο, στο «Μικράκι» στη Μπινιάρη κοντά στη Μπακνανά, τα μαγαζάκια που ακουμπάγαμε το ανύπαρκτο χαρτζιλίκι μας για τους βώλους, τα γκαζάκια, τους αητούς τις απόκριες, και κανένα παγωτό ξυλάκι ΕΒΓΑ τα καλοκαίρια.
Τα μάζεψα όλα και έστησα τα άσπρα γκαζάκια ολοκαίνουργια, χωρίς γρατζουνιές, χωρίς χτυπήματα στο πάτωμα του παταριού και τα έβλεπα.
 Πενήντα χρόνια από εκείνο ο απόγευμα που καθισμένος σε μια πέτρα έβλεπα τα παιδιά να παίζουν ξαναμμένα τα γκαζάκια τους στις Μήτσενας.
 Ηρθε δίπλα μου ο «Μπανάνας». Δεν θυμάμαι το κανονικό του όνομα, με τη μεγάλη σαν μπανάνα κεφάλα του έμενε στην Ακρωτηρίου και σπάνια έκανε παρέα με μας. Η δικιά του παρέα ήταν στη Δάφνη στο Φάρο. Ζόρικο παιδί δεν σήκωνε πολλά πολλά και κυρίως δεν γούσταρε να τον κοροϊδεύουν. Μούσκασε μια κλωτσιά και με διέταξε να σηκωθώ για να καθήσει εκείνος. Δεν αντέδρασα επειδή και μεγαλύτερος ήταν και θα με έδερνε, αλλά ήμουν πολύ κακόκεφος επειδή δεν είχα ούτε ένα γκαζάκι για παιχνίδι. Μετά από λίγο μου λέει «γιατί δεν παίζεις ρε», του απάντησα πως δεν είχα γκαζάκια. Σκέφτηκε λίγο και έβγαλε απ’ τη τσέπη του εφτά ολοκαίνουργα άσπρα σαν το γάλα με χρωματιστές γραμμώσεις γκαζάκια από κείνα που πουλιόντουσαν μισή δραχμή το ένα και τα ανταλλάσαμε με τρία και πάνω γυάλινα. Απλωσε το χέρι και μου τα έδωσε, «πάρτα».
Ετσι απλά…
Κοντοστάθηκα μούδωσε μια καρπαζιά και επανέλαβε με τόνο που δεν σήκωνε αντίρρηση «πάρτα»…
Τα πήρα, τον κοίταξα με ευγνωμοσύνη, οι υπόλοιποι σταμάτησαν το παιχνίδι και μας κοίταζαν.
Όχι δεν έπαιξα.
Τα κοίταζα και τα ξανακοίταζα, και πάλι το ίδιο.
Ο « Μπανάνας» έφυγε προς την Ακρωτηρίου εκεί που σήμερα είναι η ταβέρνα «τα Λιόδεντρα» το στέκι που μαζευόμαστε τα τελευταία χρόνια τις Παρασκευές όλη εκείνη η συμμορία και θυμόμαστε και γελάμε και συγκινούμαστε.
Τις φύλαξα όπως φυλάμε τα πολύτιμα κι αγαπημένα μας αντικείμενα, και νάμαι σήμερα να τα στήνω στο πατάρι.
Η γεμάτη απορία φωνή της γυναίκας μου για το τι κάνω εκει πάνω, με επανέφερε στη δουλειά που ανέλαβα. 
Μάζεψα ευλαβικά τα γκαζάκια του Μπανάνα τα έβαλα στη θέση που είχαν τα τελευταία πενήντα χρόνια σκούπισα και τη συγκίνηση που έβρεξε τα μάτια κατέβηκα απ’ το πατάρι με τις εικόνες των δύσκολων παιδικών χρόνων με ένα ερώτημα.
Τι να γίνεται σήμερα ο Μπανάνας το παράξενο αυτό παιδί που μου χάρισε ένα απ’ τα πιο όμορφα πράγματα των παιδικών μου χρόνων και ούτε το πραγματικό του όνομα δεν θυμάμαι. Το γιατί μου τα χάρισε, μου απάντησε το βλέμμα του τότε που άπλωσε το χέρι του στο δικό μου.
Να είσαι καλά ρε Μπανάνα όπου κι αν είσαι και μακάρι να μπορούσαμε να τσουγκρίσουμε σήμερα τα ποτήρια και να σου θυμίσω κάτι που εσύ μάλλον δεν θα θυμάσαι γιατί φαίνεται ότι ξέρεις να απλώνεις το χέρι όχι για να πάρεις...

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Αριστείδης Κελεπούρης..

Ηταν στα τέλη της δεκαετίας του 60 τότε που το γήπεδο του Φοίβου ήταν το κέντρο της γειτονιάς μας του Αη Γιώργη του Νέου Κόσμου με τους εκατοντάδες πιτσιρικάδες που συνέρεαν στο σημείο συνάντησης όλων μας.
 Η έδρα του Φοίβου της ομάδας μας, ή έδρα της Δόξας απ’ το Κουκάκι, του Αρίωνα απ’ τη Γούβα, της Αρμενικής απ’ τα’ Αρμένικα το γήπεδο που πέρναγαν όλες οι ομάδες κι όλες οι γειτονιές της Αθήνας, η Πλάκα με τη Νίκη τα Εξάρχεια με τον Αστέρα, η Δάφνη απ’ το Περιστέρι ο ΠΑΟ απ το Ρουφ, ο Άγιος Ιερόθεος, η Αγία Παρασκευή ο ΑΟ της διπλανής μας Δάφνης και πολλές άλλες γειτονιές και συνοικίες.
 Η Δόξα και Αρμενική τα πιο κοντινά μας σωματεία ήταν οι φίλοι της εβδομάδας και οι τρομεροί αντίπαλοι της Κυριακής. Η Δόξα που έγινε μετέπειτα το άλλο κομμάτι του Θρίαμβου είχε ένα εμβληματικό παίκτη που αποτελούσε το σημαντικότερο αντίπαλο για τις προσπάθειες του Φοίβου όποτε οι ομάδες μας έρχονταν αντιμέτωπες. Ο φοβερός Αριστείδης Κελεπούρης ο γεροδεμένος ο μαχητής ο φοβερός κεντρικός οπισθοφύλακας όπως θα τον έλεγαν οι δημοσιογραφούντες περί τα αθλητικά.
Ο Αριστείδης ο δικός μας που μετά τη συγχώνευση των ομάδων μας έγινε ο αρχηγός της πιτσιρικαρίας στο γήπεδο και στην πλατεία μέχρι που αρχίσαμε να αραιώνουμε φεύγοντας ο καθένας στο δρόμο του.
 Νεαρό παιδί δυνατός στην προπόνηση ακούραστος στους αγώνες αγαθός με χιούμορ χωρίς κακίες και βεντετισμούς στεκόταν πάντα δίπλα σε όλα τα παιδιά στις μικρές ομάδες την εποχή εκείνη, φίλος στα καλαμπούρια πειράζοντας συνέχεια το Βαγγέλη που εκτελούσε χρέη «φροντιστή» στην ομάδα στη θέση του αξέχαστου «Ταέ». Όταν τον συναντούσε με την κραυγή «πόλεμος στο Βαγγέλη» προέτρεπε την πιτσιρικαρία να τρέχει γύρω απ το Βαγγέλη και να τον σπρώχνει σε διάφορες κατευθύνσεις. Πέρασε ο καιρός πέρασαν τα χρόνια και η ανάμνηση της εποχής εκείνης είχε πάντα μέσα της τον Αριστείδη.
Πριν από ένα χρόνο έτυχε να τον συναντήσω περπατώντας μπροστά απ το παλιό μπαράκι στην πλατεία εκεί που είναι το Everest και μιλήσαμε λίγο για τα παλιά μιάς και τα τωρινά φάνηκε να μας πληγώνουν το ίδιο και τους δυό.
Στη συνάντηση που είχαμε πριν από λίγο καιρό με τους φίλους της εποχής εκείνης στο γνωστό μας στέκι μάθαμε ότι ο Αριστείδης έφυγε για πάντα από κοντά μας.
 Μια σκιά πέρασε απ τη ματιά όλων μας ένα σκύψιμο του κεφαλιού, ένα τσούγκρισμα στα ποτήρια μια σκέψη για τα κομμάτια του ψηφιδωτού της ζωής μας που ξεκολλάνε και χάνονται, όλα όσα συνέβησαν για να κολλήσει η ψηφίδα αυτή μέχρι να γίνει δική μας και τώρα μέσα από δυό σταγόνες κόκκινο κρασί ξεθωριάζει και φεύγει.
Για σου φίλε της ευτυχισμένης μας ζωής…

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Σεπτέμβης 79...

Συντροφιά με τούτη την αχτίδα του ήλιου που αβίαστα γέμισε τη μικρή γωνιά, είδα με τόση αισιοδοξία σήμερα εκείνα που μέχρι χτες βράδυ φαινόντουσαν τόσο δύσκολα κι αξεπέραστα.
Κι εδώ στο γνώριμο παιχνίδι των λέξεων πάνω στο χαρτί αφυπνίζω τον εαυτό μου, ξεσκονίζω με χάρη την αδιαφορία που είχε γίνει σύντροφος τόσο καιρό και ξεκινώ. Ξεκίνημα καινούργιο και τούτο και ελπίδες πολλές μήπως στο καινούργιο διάβα νοιώσω τη συγκίνηση βρω την καρδιά να χτυπά σε καινούργιους χτύπους και τη στρίγγλα ζωή που πεισματικά με δέσμευσε τόσα χρόνια να αλλάξει και να γεννηθεί πάλι. Να νοιώσει τη νεκρανάσταση στην πιο ποθητή διαφοροποίηση και να κινήσει απ’ την αρχή για νέες πιο δημιουργικές πιο σωστές πιο γόνιμες κατακτήσεις. Ας είναι λοιπόν.
Αρχή και τέλος ο αγώνας κι οι ελπίδες συντροφιά με την αισιοδοξία κάτι θα φέρουν. Ετσι δείχνει ο ορίζοντας. Πρωινό του Σεπτέμβρη λοιπόν, ήρεμο γλυκό, νοσταλγικό γεμάτο από ονειροπόληση και αγάπη για όλα όσα φαίνονται γύρω μα ακόμα και γι αυτά που δεν φαίνονται. Πόσες έγνοιες αλήθεια και σκέψεις φέρνει το βράδυ και πόσο αλλιώτικα είναι το πρωί. Κρύβεται το μαύρο κι ο ήλιος που νομοτελειακά θα φανεί στην ώρα του σκορπίζει ήρεμα και την τελευταία πίκρα και υπόσχεται χαρά και γαλήνη. Για να δούμε λοιπόν τι θα καταφέρει.
(γ.λ.1)

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Ανάφη 4 Ιουλίου...

Το φαγητό φάνηκε ανιαρό και η μέρα αδιάφορη. Άγευστα όλα αυτά μη τάχα και μπορούσα να κάνω αλλιώς. Θαρρώ δεν θα γίνει πάλι αυτό κι είναι η τελευταία φορά που μακριά σου περνάω κάποια σημαντική για μένα μέρα. Το υπόσχομαι αυτό. Καινούργια ερεθίσματα τώρα δοσμένα απ’ την εδώ πραγματικότητα με γύρισαν πίσω και μέβαλαν ξανά σε τούτο δω το τραπεζάκι στο μικρό μαγαζί του λιμανιού να παρατηρώ με προσοχή πρόσωπα και θέα και να προσπαθώ να μάθω πως άραγε στέκει η ύπαρξή μου μέσα εδώ. Ταιριάζω ή είμαι αταίριαστος μέσα σε τούτο το τοπίο που η θέα του έχει κάτι το εξωπραγματικό και σου δίνει την εντύπωση πως είσαι μόνος κι έρημος σε τούτη τη γαλήνια μοναξιά.
Γιατί όμως; Μήπως φταίει η αλήθεια, η θέα των βράχων που μέσα στην μπουνάτσα της θάλασσας δίνουν πιο έντονη την αίσθηση της μοναξιάς. Μήπως ο λίγος και αμίλητος κόσμος ή άραγε βαθύτερες σκέψεις που έχουν σαν αφετηρία τους κάποια εσωτερική παρόρμηση και κάποια αιτία δογματικά ανεξήγητη, που όμως έχει σχέση μ’ αυτό που λέμε τρυφερότητα. Ο καπεταν Γιακουμής ο γιός του Τζώρτζη καθαρίζει τα δίχτυα που πάνε να ρίξουν και φαί-νεται κουρασμένος. Δεκαπέντε χρόνων παιδί ψημένο απ’ την αρμύρα και τον ήλιο, θαρρεί ξένα, όλα εκείνα που φέρνουν οι νέοι της Αθήνας. Γι αυτόν υπάρχει μόνο η θάλασσα κι η κληρονομιά της ίσως πιο έντονη απ’ ότι την έδωσε ο Χρονόπουλος στο έργο του. Κι ούτε καν νοιάζεται. Μόνο η ψαριά τον νοιάζει και κοιτάζει από καιρό σε καιρό τη θάλασσα και τον ουρανό να δει τα σημάδια. Αυτά που τον οδηγούν αλάθητα και του δείχνουν κάθε αλλαγή. Κι έτσι λοιπόν οι μέρες κυλούν και η μια διαδέχεται την άλλη και προσπαθώ να κάνω βίωμα κι αλήθεια κάθε εντύπωση. Κάθε συγκίνηση γίνεται αληθινή χαρά κι ανάμνηση τέλεια για αύριο. Κι όλα αυτά που φέραν τον ένα κοντά στον άλλο ξανάρθαν. Δεν θέλω τίποτε τώρα πια. Μόνο μια άνεση που είμαι σίγουρος ότι θα μπορέσω νάχω για να κάνω αυτό που τώρα ικανοποιεί μόνο εμένα. Και θέλω τόσο πολύ να το μοιραστώ μαζί σου. Ο ήλιος κι η θάλασσα ο αέρας και τούτοι οι άνθρωποι που σε κοιτούν ανενδοίαστα και τρυφερά ανήκουν σε όλους, και πολύ περισσότερο σε σένα που ζεις μόνη σου κι έχεις πιότερο απ’ τον καθένα ανάγκη να ζήσης αυτόν τον τρόπο ζωής που χαρίζει τόσες και τόσες άλλες και έντονες συγκινήσεις. Μπορείς να καταλάβεις τούτες τις έννοιες; Μπορείς να νοιώσεις πια βαθύτερες ανάγκες έκφρασης με πιέζει να σου δώσω μέσα σε τούτες τις λίγες κι απέριττες γραμμές το νόημα όλων αυτών που θάθελα να μοιραστούμε. Πόσο σ’ αγαπώ. Και πόσο νοιώθω μόνος. Ξένος μέσα στους ξένους σ’ αυτό το τρελό πανηγύρι της φύσης που εναρμονίζει την απλότητα με την πιο δυνατή συγκίνηση. Σου ζήτησα στο σημερινό πρωινό που βρέθηκα μόνος να κοιτώ για πολλοστή φορά τις βάρκες που κουνιούνται ήσυχα στον πρωινό μαΐστρο που δροσίζει απαλά τα πρόσωπα και μετά προσπάθησα να γαληνέψω τις αισθήσεις. Δυνατή και έντονη η προσπάθεια κατάφερε να κάνει καλή δουλειά.
Σ’ ευχαρίστησα και σήμερα που δεν παρέλειψες να μ’ επισκεφτείς και να δώσεις το δικό σου παρών στις ατέλειωτες ώρες μου. Και προσμένω νάρθουν κείνες οι μέρες και ώρες που θα βγαίνουμε μαζί στο μικρό μπαλκόνι πάνω απ’ τη θάλασσα, και θα κοιτάμε γύρω τη γαλήνη ή ακόμη και την δύναμη του ανύποπτου γαρμπή που θάρθει να δημιουργήσει την δική του ζωή στο μικρό λιμάνι. Όλα αυτά δοσμένα στο καινούργιο μέτρο τούτης της πραγματικότητας θάναι κάτι αλλιώτικο πρωτόγνωρο και σίγουρα γοητευτικό και χαρούμενα ευχάριστο για σένα. Και γω θα σε κοιτώ και βυθισμένος στην έκφραση του προσώπου σου που πιστεύω νάναι γαληνεμένη και ήσυχη, θα προσπαθώ να ανακαλύψω την αρχή ή το τέλος του ονείρου μου. Κι εσύ θα με βοηθάς προσμένοντας να ξαναβρώ τον εαυτό μου και να ξεκινήσω κάτι καινούργιο με τη δική σου βοήθεια. Το μπορείς αυτό. Μου το έδειξες αυτό απ’ την πρώτη στιγμή. Τότε που ένοιωσα την ανάγκη της στοργής και της βοήθειας σου και συ μου την έδωσες απαλά αβίαστα συνειδητά και ψύχραιμα. Έτσι όπως κάθε τι ζητάει τη λύτρωση. Όπως ζήτησα κι εγώ να πιαστώ απ’ τη δική σου παρουσία και να προστατευτώ απ’ το δικό σου χάδι την πιο όμορφη και πιο επιθυμητή συντροφιά. Κι ήσουν άτυχη σου είπα. Και με κόπο κράτησα τα δάκρυα που βάραιναν τα μάτια για να μην κάνω άσχημη την ώρα. Και μετά με βόηθησες φάω και δεν είπες τίποτα. Γιατί άραγε; Πως μπόρεσες και δέχτηκες όλο αυτό το βάρος χωρίς να βογκήξεις ή να πεις γιατί; Ήσουν υπέροχη θυμάμαι και σ’ έφερνα στο νου με κάθε τρόπο προσπαθούσα να σε βάλω εκεί που έπρεπε και ήταν τόσο δύσκολα. Προσπάθησα ακόμη να περιορίσω όλα εκείνα που ονειρευόμουν και χειρότερα προσπαθούσα να σε πείσω πως η συνέχεια θα ήταν τραγική για σένα. Κι εσύ δεν είπες τίποτε. Τάβαλες όλα κάτω και τα ζύγισες απ’ τη μια η αγάπη και η ιστορία μας και απ’ την άλλη οι πιθανές συντριβές. Και δεν δίστασες να διαλέξεις. Δεν μπορούσες ποτέ και με τίποτε να θυσιάσεις τον προγραμματισμό σου μπροστά στη σημερινή τραγικότητα όσο απαίσια κι αν ήταν. Δεν δείλιασες να κάνεις όνειρα ακόμη πιο αισιόδοξα και τολμηρά τώρα και το πιο σημαντικό. Ανεπηρέαστη απ΄τον κίνδυνο που ενδεχόμενα να υπήρχε. Κείνο δε που μ' έκανε τόσο καλά ήταν ότι όλα όσα έκανες δεν ήταν απόρροια οίκτου η λύπησης αλλά συνειδητές ενέργειες και συνεπείς πράξεις για κάθε στιγμή.
Πόσο σωστά στάθηκες. Πόσο όμορφη έδειξες ότι πιστεύεις και δένεσαι με το απόλυτο κάτω από όλες τις συνθήκες , κάποια άλλη θα γύρναγε κάπου αλλού τα μάτια της και θα έλεγε αδιάφορα. Ήταν μια περιπέτεια και τίποτε άλλο . Τώρα είναι καιρός για μια καινούργια αρχή και δεν θα νοιαζόσουν τι θα άφηνες πίσω πόσο κακό θάκανε ηθελημένα ή όχι κι όμως όλα πέρασαν. Ήσυχος και γαληνεμένος σίγουρος για μένα αλλά και για σένα περισσότερο ζω ήρεμα τούτες τις λίγες μέρες των διακοπών που θα μου χαρίσουν πολυπόθητα την υγεία και τη διάθεση για το καινούργιο ξεκίνημα. Ας είναι. Δεν ξαφνιάζομαι ούτε και καλοκοιτάζω τον εαυτό μου για όλα αυτά. Ήταν όλα αποτελέσματα συνειδητών ενεργειών και σωστά προγραμματισμένων σκέψεων και όλα ακολούθησαν μια λογική πορεία για να φτάσουν εκεί που έπρεπε να φτάσουν. Πολλοί το λένε τύχη αυτό εγώ τους αφήνω να λένε ότι θέλουν, καθένας ονομάζει κατά δύναμη. Αρνήθηκα τη σπάνια ομορφιά για τη συνηθισμένη και αρκέστηκα στην ειλικρινή έκφραση, έστω και σκληρή πολλές φορές από τη ρετουσαρισμένη και προσποιητή ευγένεια. Δεν πιστεύω να έχασα ούτε ότι θα χάσω, γιατί είναι υπεύθυνη για κάθε τι κι όχι ένα ανεύθυνο πλάσμα μιας ανεύθυνης πραγματικότητας. Σε τούτες τις λίγες γραμμές προσπάθησα να ζωγραφίσω τη γεύση που χαρίζει η μικρή Ανάφη στον καινούργιο επισκέπτη και πως ένοιωσα που χάρηκα την απλότητά της.
Ανάφη 4 Ιουλίου 1978.
Γ.Λ.