Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Η "Αναπαράσταση"

Τέλος του 70, κι η συντροφιά της πλατείας αποφάσισε τη βραδινή της έξοδο όπως άλλωστε τα περισσότερα βράδια με σκοπό να παρακολουθήσουμε μια ταινία και στη συνέχεια αν έφτανε το χαρτζιλίκι να περάσουμε απ’ τον Ξενύχτη στη στροφή για πατσά, ή για βραδινό καφέ στου Παπασπύρου. Η απόφαση για σινεμά  στόχευε το βράδυ εκείνο προς την Καλλιθέα, κάποιο από τα σινεμά εκεί γύρω στην πλατεία Δαβάκη έπαιζε κάποια ταινία της εποχής. Φύγαμε περπατώντας και σαχλαμαρίζοντας, τι ήταν άλλωστε την εποχή εκείνη το περπάτημα. Φτάσαμε στην πλατεία και παρατηρούσαμε τις λεζάντες απ’ τις ταινίες που παιζόντουσαν. Σε κάποιο σινεμά στον παράλληλο δρόμο προς τη Θησέως, δεν θυμάμαι πως το έλεγαν, η λεζάντα έγραφε, «Αναπαράσταση». Αποφασίσαμε κατά πλειοψηφία να μπούμε οι περισσότεροι με βαριά καρδιά. Οι πρώτες σκηνές της ταινίας άρχισαν να ενισχύουν την γκρίνια εκείνων που δεν ήθελαν να μπούμε, όμως κάπου άρχισε να διακρίνεται μια λανθάνουσα ομορφιά και γρήγορα άρχισε η ανοχή να γίνεται ενδιαφέρον και το ενδιαφέρον καθήλωση και όλη η διάθεση για καλαμπούρι έφυγε μπροστά στο εξαιρετικό έργο που ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια μας. Αυτή ήταν η πρώτη μας επαφή με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και το έργο του. Η Αναπαράσταση ήταν μια  φωτεινή αχτίδα  στην πνευματική δημιουργία της εποχής εκείνης. Το απότομο σταμάτημα της ζωής και της δημιουργίας του μας στερεί πολλές ακόμη «αναπαραστάσεις»..

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Τα Θεοφάνεια..

Από βραδύς δεχόμασταν σαφείς και αυστηρές εντολές να είμαστε νηστικοί γιατί την άλλη μέρα θα έπρεπε όχι μόνο να πιούμε αγιασμό αλλά να πάμε να τον πάρουμε και να τον κουβαλήσουμε. Πόσο πιστοί στις εντολές μέναμε είχε να κάνει με την ηλικία και βεβαίως με τις επιλογές που είχαμε. Μικρότεροι αναγκαστικά είτε από φόβο είτε από ανάγκη τηρούσαμε το έθιμο. Αργότερα καθώς η δεκαετία του 60 έσβηνε για πάντα, οι δεσμεύσεις χαλάρωσαν μέχρι που αντικαταστάθηκαν από τις επιλογές του καθενός μας.
Οι επιλογές σε ποια εκκλησία θα πηγαίναμε στην αρχή ήταν περιορισμένες. Με το σχολείο σίγουρα θα πηγαίναμε στην Αγία Φωτεινή στην Νέα Σμύρνη, αλλά σχολείο δεν είχαμε, οπότε έμενε η Παναγίτσα στο Φάρο και ο Αι Γιώργης. Στην Παναγίτσα ελάχιστες φορές πήγαμε κυρίως όταν η παρέα της γειτονιάς είχε περισσότερες συμμετοχές από τα παιδιά του Φάρου. Κι έτσι έμενε ο Αι Γιώργης όπου συναντιόμασταν σχεδόν όλοι γύρω απ’ την εξέδρα του αγιασμού, κρατώντας στα χέρια τα γυάλινα δοχεία και περιμένοντας να τελειώσει ο αγιασμός και να αρχίσουν να μοιράζουν νερό απ’ την εξέδρα στα προτεταμένα δοχεία. Στην εξέδρα δυό φίλοι, παπαδάκια, έμοιαζαν να έχουν εξέχουσα θέση στο γίγνεσθαι της ημέρας, και πολλοί από μας αισθανόμασταν ιδιαίτερη υπερηφάνεια που οι φίλοι μας πλαισίωναν την θρησκευτική ηγεσία της εκκλησίας. Όταν δε έπαιρναν αγιασμό για να τον μοιράσουν τότε πιά φαίνονταν τελείως ξεχωριστοί και αισθανόμασταν κάποιο δέος στη δραστηριότητα εκείνη. Τα δοχεία που προτείνονταν για γέμισμα είχαν δυό χαρακτηριστικά όσον αφορά την ευκολία γεμίσματος, εκείνα που είχαν ανοιχτό στόμιο και γέμιζαν εύκολα κι εκείνα που είχαν στενό στόμιο και αργούσαν να γεμίσουν και είχαν τον κίνδυνο να γίνει μούσκεμα εκείνος που το κρατούσε παρόλες τις προσπάθειες που κατέβαλαν τα παπαδάκια να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Νομίζω όμως ότι οι μπαγάσηδες έδειχναν καμιά φορά υπερβολικό  ζήλο ιδιαίτερα όταν έβλεπαν κάποιο φίλο ή κάποια γειτόνισσα που δε χώνευαν και έριχναν αρκετές ποσότητες αγιασμού στα δοχεία, στα μανίκια ακόμη και στα κεφάλια. Να γκρινιάξεις ήταν αμαρτία να τους βρέξεις και σύ σχεδόν αδύνατο έτσι μαζεύαμε τα βρεγμένα μας και επιστρέφαμε με τον αγιασμό και την εμπειρία της απόκτησής του. Αργότερα που έπαψαν να είναι παπαδάκια , και συναντιόμασταν πιά αντί στον Αι Γιώργη, στο μπαράκι της πλατείας μας ομολογούσαν  τις αστοχίες τους στο μοίρασμα του αγιασμού και υπομειδιώντας κατονόμαζαν τους βρεγμένους που «κατά λάθος» βράχηκαν.