Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Καλή Χρονιά...

Παγωμένο πρωινό, ντυμένοι με τα πιό βαριά μάλλινα ρούχα που είχαμε, με τα γάντια στα δάχτυλα και το σιδερένιο τρίγωνο, οι μύτες κόκκινες, το ίδιο και τ' αυτιά καπέλο δεν φοράγαμε γιατί δεν ήταν της μόδας κι ύστερα δεν ήμασταν βουτυρόπαιδα, όλη μέρα παίζαμε μπάλα στις αλάνες, στης Μήτσενας, που αν και γκρίνιαζε ήταν καλή κατά βάθος, στης Σαρδέλενας, που ήταν "κολόγρια", όταν μας έπιανε τη μπάλα μας την κατέστρεφε , κι είχε ένα γυιό με μουστάκι μαυριδερό που τον φοβόμασταν όλοι. Σ' αυτήν κανείς δεν είχε τολμήσει να πει τα κάλαντα. Μιά φορά περιμέναμε να δούμε αν θα πάνε παιδιά από άλλη γειτονιά που δεν την ήξεραν να της τα πουν. Δε βαριέσαι ποιός είχε καιρό γιά χάσιμο!! Ούτε τη φιλία της θέλαμε ούτε το χαρτζηλίκι της, και κανείς να μην πήγαινε  να της πει τα κάλαντα, έτσι κι αλλιώς θα μας κυνηγούσε γιά όλη τη χρονιά. Η κυρά Μαριγούλα ήταν πιό συγκαταβατική, παρότι η μπάλα πολλές φορές έπεφτε στον κήπο της και της χάλαγε τα λουλούδια, ο άντρας της ο κυρ Μήτσος που ερχόταν κάθε Κυριακή στο Φοίβο ή στον Πανιώνιο ήτανε πολύ πιό χαλαρός απέναντί μας έπρεπε όμως να κάνει και τον αυστηρό γιά να μην παρεξηγηθεί η γυναίκα του.
Η παγωνιά δεν ήταν ο πραγματικός μας αντίπαλος, οι φίλοι μας απ' τις τριγύρω γειτονιές ήταν οι πραγματικοί μας αντίπαλοι γιατί είχαμε να μοιραστούμε το πενιχρό δώρο των ίδιων νοικοκυραίων που είχαν ανοίξει τις πόρτες τους και την παραμονή των Χριστουγέννων. Τότε όποιος δεν έβγαινε να τα πει ήταν πολύ μαμόθρεφτος και στιγματιζόταν γιά όλη τη χρονιά, θα έπρεπε να κάνει μεγάλη προσπάθεια επανένταξης στις συνήθειες της πιτσιρικαρίας, και όχι πάντα με επιτυχία. Γενικά το στίγμα θα έμενε..
Οταν η ώρα πλησίαζε έντεκα κι αφού οι ομάδες έκαναν ταμείο όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στην πλατεία του Αι Γιώργη γιά σουβλάκι στο Γιώργο. Οι καλύτερες παραμονές πρωτοχρονιάς ήταν εκείνες που ξεκίναγαν στην παγωνιά και κατέληγαν στο Γιώργο. Πολλά παιδιά γεμάτη η πλατεία, δεν ξέρω αν σήμερα είναι περισσότερα ή λιγότερα, ίσως και να είναι, μιάς και δεν φαίνονται μέσα στα διαμερίσματα τους, εμείς τότε ήμασταν όλοι έξω..
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,
ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος....
Χρόνια πολλά φίλοι απ' τα παλιά και καλή αντάμωση στην πρώτη συνάντηση της νέας χρονιάς...

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Πάρτι 1970!!

Μιά παλιά φωτογραφία κιτρινισμένη απ' τα χρόνια σε ένα φιλικό σπίτι τις απόκριες του 1970. Τα χέρια μαζεμένα σε μιά γροθιά ένδειξη φιλίας που θα ήταν ζωντανή για πολλά χρόνια. Δυστυχώς από τα παιδιά της φωτογραφίας της παρέας εκείνης απ' το μπαράκι της πλατείας του ΙΚΑ στην άκρη του Νέου Κόσμου στον Αι Γιώργη, δεν είναι όλοι σήμερα μαζί μας. Τουλάχιστον όσο πορευτήκαμε ζωντανοί, η γροθιά είχε το δικό της νόημα. 

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Δεκέμβρης του 73...

Αρχές Δεκέμβρη του 73. Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου είναι κοντινά και συνάμα μακρινά. Διαλυμένοι στο Πανεπιστήμιο όσοι δειλά ξεμυτίζαμε προσπαθούσαμε να μάθουμε για κείνους που έλειπαν, κι ήταν πολλοί. Απ’ την άλλη ήταν και αρκετά μακριά μιάς και εδώ και λίγες μέρες η ζωή ξαναέπαιρνε το δικό της ρυθμό γυρίζοντας πάλι και σε όσα παραμελήσαμε τις ημέρες της έντασης. Βλέποντας τα πράγματα από τόσο μακριά σήμερα, διαβάζοντας τα σκόρπια φύλλα της εποχής ντρέπομαι να γράψω «στις μέρες του αγώνα» και αρκούμαι να γράψω τις ημέρες της έντασης, μιας και ο αγώνας εκείνος φαίνεται πως τώρα δικαιώνεται!
Πριν από λίγες ημέρες στο τέλος του Νοέμβρη μαζευτήκαμε στο σπίτι της φίλης του Μήτσου κάπου στη Γούβα όπου επ’ ευκαιρία της γιορτής της μας έδωσε στέγη φιλόξενη να αναλογιστούμε να ανασυγκροτηθούμε, να τραγουδήσουμε, να ερωτευτούμε πάλι.
Κρύο πρωινό λοιπόν του Δεκέμβρη νομίζω Παρασκευή, οι μόνοι που έπρεπε να ξεμυτίσουμε στο παγωμένο πρωί ήμασταν όσοι είχαμε εργαστήριο στη σχολή. Στην πλατεία του Αι Γιώργη το λεωφορείο περίμενε να πάρει τον κόσμο και με το δρομολόγιο των εφτά και τέταρτο να ξεκινήσει διασχίζοντας τη Ρουμπέση και στρίβοντας στη Φραντζή να πάρει τον ανήφορο στη Συγγρού και να τερματίσει τη διαδρομή του στη Ρήγα Φεραίου ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο και την Βιβλιοθήκη. Μια φευγαλέα ματιά στις αθλητικές εφημερίδες στο περίπτερο της πλατείας που ήταν κρεμασμένες, το Φως, και η Αθλητική, μια ακόμη πιο φευγαλέα ματιά στις πολιτικές, το Βήμα και την Ακρόπολη, και τον Ελεύθερο Κόσμο για να ενημερωθούμε για τα νέα που μαζί με το ραδιόφωνο ήταν οι πηγές της κρατικής ενημέρωσης. Η συνήθεια αυτή μας συνόδευε από τα μικρά χρόνια του γυμνασίου, όταν περνάγαμε και καθόμασταν να διαβάσουμε τα κατορθώματα της ομαδάρας μας όπως τα περιέγραφαν οι τοπικοί συντάκτες, και γεμίζαμε υπερηφάνεια όταν η νίκη της ομάδας συνοδευόταν από επαίνους δημοσιογραφικούς σε μια γλώσσα καλά συγκροτημένη, πολύ διαφορετική απ’ τη αγοραία σημερινή. Σήμερα οι εφημερίδες οι αθλητικές δεν τράβηξαν το ενδιαφέρον μας μιας και οι πολιτικές είχαν πρώτο θέμα την πτώση του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Το ταξίδι του λεωφορείου προς το τέρμα έκρυβε μια αδιόρατη ανησυχία, κοίταζα τριγύρω πιστεύοντας ότι θα δω κάτι να γίνεται. Η είδηση της πτώσης του δικτάτορα με είχε αναστατώσει και ήθελα να μάθω λεπτομέρειες ίσως όταν έφθανα στη σχολή να μάθαινα απ’ τους συμφοιτητές μου. Το λεωφορείο σταμάτησε στο τέρμα του. Κατέβηκα και πριν πάρω το δρόμο για την αφετηρία του επόμενου λεωφορείου έριξα μια ματιά στις εφημερίδες του περιπτέρου που ήταν ακριβώς δίπλα στο τέρμα. Η έκπληξη μου ήταν τεράστια διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας ένα πρωτοσέλιδο που με άφησε άναυδο.
«Ο τύραννος έπεσε, να πέσει και η τυραννία».
Ήταν το φύλλο της «Χριστιανικής» του γενναίου δημοσιογράφου Νίκου Ψαρουδάκη, που πάντα αιχμηρό έλαμπε με τα πρωτοσέλιδά του στη μαύρη εκείνη εποχή. Αγόρασα το τελευταίο φύλλο διαθέτοντας το ελάχιστο διαθέσιμο που είχα για τα τσιγάρα του σαββατοκύριακου, το έθαψα βαθιά στην τσάντα και πήγα στο επόμενο λεωφορείο.

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Συσσίτιο..

Μέσα της δεκαετίας του 60, τέταρτο δημοτικό σχολείο Νέας Σμύρνης στην οδό Αιγαίου και Αρτάκης, στο λόφο της δεξαμενής. Όλοι θυμούνται "τα χωράφια" το μεγάλο άκτιστο χώρο από την άκρη του Νέου Κόσμου μέχρι το λόφο στο Φάρο όπου η δεξαμενή που έστελνε το νερό σε όλη την περιοχή της Νέας Σμύρνης. Δίπλα το κτίριο της «στέγης» ανάμεσα στους μεγάλους ευκάλυπτους και ο χώρος που ήταν το γήπεδο ή μάλλον τα γήπεδα όπου στην απεριόριστη έκταση του φιλοξενούσε μεγάλες ομάδες παιδιών από τις γύρω γειτονιές. Πριν χτιστεί το σχολείο στις πολυκατοικίες στη Μάχης Αναλάτου και φύγει η μερίδα των μαθητών της κάτω γειτονιάς, πηγαίναμε όλοι στο δημοτικό σχολείο στη δεξαμενή. Το σχολείο σε ένα κτίριο με κεραμοσκεπή έμοιαζε λίγο με το εκατοστό στην Μπακνανά, και το προαύλιο χωριζόταν με τη μάντρα από τον ελεύθερο χώρο εκεί που είναι σήμερα το κολυμβητήριο και το κτιριακό συγκρότημα του Γυμνασίου, Λυκείου.
Οι μικροί μαθητές τότε χωρισμένοι κατά τάξη δεξιά τα αγόρια αριστερά τα κορίτσια, και στο διάδρομο μπροστά ο καλύτερος μαθητής της έκτης που έκανε την προσευχή και αμέσως μετά ο επιστάτης με τη γυναίκα του την κυρά Βαγγελιώ, πέρναγαν και μοίραζαν ένα κομμάτι κίτρινο τυρί, ένα ποτήρι γάλα παρασκευασμένο από σκόνη, όσοι είχαν έξη δεκάρες για να αγοράσουν και ένα κουλούρι έτρωγαν αρχοντικά. Το συσσίτιο λοιπόν που δειλά δειλά ξαναρχίζει να φαίνεται πενήντα χρόνια μετά έχει την προϊστορία του, και η γενιά η δική μας που το γνώρισε για λίγο, ξαναβλέπει έκπληκτη μετά από τόσα χρόνια που η ίδια αυτή γενιά είναι στην εξουσία να ξαναφτάνει, ναι το συσσίτιο, σαν τις ερινύες σε μια σύγχρονη κατά τα άλλα Ευρωπαϊκή χώρα.
Κατάντημα….