Η βάρκα κίνησε απαλά γλιστρώντας στη γαλαζοπράσινη απεραντοσύνη και μένα πιστό οραματιστή σου. Και πως στ’ αλήθεια να σε κάνω δική μου σε τούτα τα ξένα τα μέρη που φοβάμαι μήπως τυχόν γοητευθείς κι αγαπήσεις πιότερο τα βράχια και το κύμα από μένα, μήπως δοθείς στον εκστασιασμό που θα σου χαρίσουν οι συγκινήσεις του καινούργιου τρόπου ζωής, και γω γίνω καθημερινότητα και ρουτίνα για σένα.
Ζωγράφισα μια βάρκα στη σκέψη, εδώ μπροστά στο άνοιγμα του λιμανιού και τη βάφτισα το δικό σου όνομα με χρώματα βγαλμένα από την ανάγκη. Κανείς δεν τα ξέρει τούτα τα χρώματα αν δεν τον σφίγγει ή έγνοια και δεν τον ποτίζει η αγάπη με τα δικά της μαγικά φίλτρα. Κι ύστερα άνοιξα πανιά τρέχοντας και στη γεύση της αρμύρας που πότιζε το στόμα ανακατωμένη με τον ιδρώτα φτιάξαμε την πορεία μας ενάντια στην καθημερινή φροντίδα και σαλπάραμε. Φύγαμε για την πατρίδα που νοσταλγήσαμε και προσμέναμε έστω και ναυαγοί να βρεθούμε αγνάντια στην αλήθεια του ονείρου μας. Προσπεράσαμε απαλά τα δύο σφιχταγκαλιασμένα νησάκια και τραβήξαμε ευθεία, ένα άλλο νησί μας έκοβε τον δρόμο τώρα. Χοντροκομμένο και ψηλό κι αυτό τόλεγαν Παχιά οι ψαράδες και πέρα απ’ αυτό η Μακριά. Το άλλο νησί.
Αναζητώντας κάποιο θρίαμβο γυρίσαμε ανέμελοι στο μικρό λιμανάκι, ενώ μακριά δέσποζε αγέρωχος ο βράχος της Παναγίας. Και πίσω στην απέναντι μεριά η Σαντορίνη. Είναι δοσμένα όλα εδώ σε ένα δικό τους μέτρο σε μια δική τους έκφραση που μπορείς όμως να αφομοιώσεις γοητευτικά κι αβίαστα. Σωστά στην τελευταία έκφραση. Ας είναι..
Ξεκίνημα καινούργιο πρέπει για να μην σκουριάσει η τελευταία έννοια και γίνει ανάμνηση κάθε επιθυμία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου