Από βραδύς δεχόμασταν σαφείς και αυστηρές εντολές να είμαστε νηστικοί γιατί την άλλη μέρα θα έπρεπε όχι μόνο να πιούμε αγιασμό αλλά να πάμε να τον πάρουμε και να τον κουβαλήσουμε. Πόσο πιστοί στις εντολές μέναμε είχε να κάνει με την ηλικία και βεβαίως με τις επιλογές που είχαμε. Μικρότεροι αναγκαστικά είτε από φόβο είτε από ανάγκη τηρούσαμε το έθιμο. Αργότερα καθώς η δεκαετία του 60 έσβηνε για πάντα, οι δεσμεύσεις χαλάρωσαν μέχρι που αντικαταστάθηκαν από τις επιλογές του καθενός μας.
Οι επιλογές σε ποια εκκλησία θα πηγαίναμε στην αρχή ήταν περιορισμένες. Με το σχολείο σίγουρα θα πηγαίναμε στην Αγία Φωτεινή στην Νέα Σμύρνη, αλλά σχολείο δεν είχαμε, οπότε έμενε η Παναγίτσα στο Φάρο και ο Αι Γιώργης. Στην Παναγίτσα ελάχιστες φορές πήγαμε κυρίως όταν η παρέα της γειτονιάς είχε περισσότερες συμμετοχές από τα παιδιά του Φάρου. Κι έτσι έμενε ο Αι Γιώργης όπου συναντιόμασταν σχεδόν όλοι γύρω απ’ την εξέδρα του αγιασμού, κρατώντας στα χέρια τα γυάλινα δοχεία και περιμένοντας να τελειώσει ο αγιασμός και να αρχίσουν να μοιράζουν νερό απ’ την εξέδρα στα προτεταμένα δοχεία. Στην εξέδρα δυό φίλοι, παπαδάκια, έμοιαζαν να έχουν εξέχουσα θέση στο γίγνεσθαι της ημέρας, και πολλοί από μας αισθανόμασταν ιδιαίτερη υπερηφάνεια που οι φίλοι μας πλαισίωναν την θρησκευτική ηγεσία της εκκλησίας. Όταν δε έπαιρναν αγιασμό για να τον μοιράσουν τότε πιά φαίνονταν τελείως ξεχωριστοί και αισθανόμασταν κάποιο δέος στη δραστηριότητα εκείνη. Τα δοχεία που προτείνονταν για γέμισμα είχαν δυό χαρακτηριστικά όσον αφορά την ευκολία γεμίσματος, εκείνα που είχαν ανοιχτό στόμιο και γέμιζαν εύκολα κι εκείνα που είχαν στενό στόμιο και αργούσαν να γεμίσουν και είχαν τον κίνδυνο να γίνει μούσκεμα εκείνος που το κρατούσε παρόλες τις προσπάθειες που κατέβαλαν τα παπαδάκια να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Νομίζω όμως ότι οι μπαγάσηδες έδειχναν καμιά φορά υπερβολικό ζήλο ιδιαίτερα όταν έβλεπαν κάποιο φίλο ή κάποια γειτόνισσα που δε χώνευαν και έριχναν αρκετές ποσότητες αγιασμού στα δοχεία, στα μανίκια ακόμη και στα κεφάλια. Να γκρινιάξεις ήταν αμαρτία να τους βρέξεις και σύ σχεδόν αδύνατο έτσι μαζεύαμε τα βρεγμένα μας και επιστρέφαμε με τον αγιασμό και την εμπειρία της απόκτησής του. Αργότερα που έπαψαν να είναι παπαδάκια , και συναντιόμασταν πιά αντί στον Αι Γιώργη, στο μπαράκι της πλατείας μας ομολογούσαν τις αστοχίες τους στο μοίρασμα του αγιασμού και υπομειδιώντας κατονόμαζαν τους βρεγμένους που «κατά λάθος» βράχηκαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου