Η βραδινή δουλειά σαν τέλειωνε, μας έστελνε με την Γερμανίδα φίλη μου, ξημερώματα στο σπίτι ένα «room to let», με δυό πολύ κοινά μονά κρεβάτια που βρίσκονταν ενωμένα, με τα σεντόνια πάντα ακατάστατα, και τα λιγοστά μας καλοκαιρινά υπάρχοντα ατάκτως ερρειμένα. Ένα δροσερό ντους έδιωχνε τον ιδρώτα της δουλειάς προκειμένου να είναι καθαρή η τελευταία πράξη του 24ώρου, και ο νέος ιδρώτας να είναι κοινός ανάμεσα στους δυό μας. Το ξύπνημα τεμπέλικο μετά από ένα χορταστικό ύπνο μετά το μεσημέρι, και πριν διώξουμε το βραδινό ιδρώτα φροντίζαμε να τον φρεσκάρουμε για κάμποση ώρα, να τον διώξουμε με ένα καινούργιο λουτρό και να βγούμε σε αναζήτηση ανοιχτού μαγαζιού για να φάμε. Την ώρα αυτή του απομεσήμερου κανείς δεν μπορούσε να μιλήσει για πρωινό και οι επιλογές ήταν δύο. Αν ήθελε κάποιος να φάει μετά τις τρεις το μεσημέρι, έπρεπε να έχει προσωπική γνωριμία με τους ιδιοκτήτες τριών τεσσάρων μαγαζιών ή έπρεπε να πάμε στις παραλίες όπου υπήρχε ανοιχτό μαγαζί για φαγητό. Πολλές φορές προτιμούσαμε να μείνουμε στη Χώρα όπου αν βρίσκαμε ανοιχτό μαγαζί απολαμβάναμε ένα τυπικό φαγητό «μια σαλάτα μια μπριζόλα και μία “cheese” καθώς και ένα ποτήρι μπύρα».
Επειδή σπάνια βρίσκαμε την ώρα αυτή ανοιχτό τον Άρη, κι επειδή ο Λευτέρης μόνο κανένα αυγό μπορούσε να φτιάξει, αποφασίζαμε να τρώμε σε ένα μικρό ταβερνάκι της κυρά Άννας ψηλά κοντά στην εκκλησία του Αγ. Χαράλαμπου, όπου ήμασταν οι μόνοι πελάτες την ώρα εκείνη και η ταβέρνα διημέρευε... Η κυρά Άννα πρόθυμη μας τηγάνιζε νοστιμότατους κεφτέδες απροσδιόριστης σύνθεσης, και μας έφτιαχνε μια πολύ πλούσια «Greek salad» . Μέχρι να έρθει το φαγητό απολαμβάναμε μια μπύρα, και δεν χάναμε την ευκαιρία να προβούμε σε περιπτύξεις κάτω απ΄το τραπέζι. Ένα μεσημέρι περιμένοντας το σερβίρισμα παρατήρησα το γιό της κυρά Άννας, δεκαπέντε περίπου χρονών μελαχρινό με σγουρά μαλλιά και κάμποσες τρίχες στο πάνω χείλος, προάγγελος ενός σπουδαίου μελλοντικού μουστακιού, πίσω απ΄το ψυγείο να κοιτάζει λαίμαργα το τραπέζι μας και μάλιστα κάτω απ’ αυτό. Τον κοίταξα και κόκκινος από ενοχές έφυγε απ΄τη θέση του για λίγο για να ξαναγυρίσει πιο αποφασισμένος. Με κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο ικεσία και συνωμοτική διάθεση, του έκλεισα το μάτι και προσπάθησα να του προσφέρω όσο περισσότερο live πρόγραμμα μπορούσα. Γίναμε συνένοχοι στο κρυφό αυτό live show και με περίμενε πάντα τα μεσημέρια να πάω στο μαγαζί της μάνας του για να απολαύσει ο καθένας το δικό του φαγητό πάντα με την ένοχη κι απ’ τους δυό μας συμφωνία. To show τέλειωνε με τον ερχομό των κεφτέδων και ο νεαρός εξαφανιζόταν προς άγνωστη πλην προβλέψιμη κατεύθυνση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου