Σάββατο 28 Μαΐου 2011

Η εμφάνιση...

 Ας κοιτάξουμε μερικά επιμέρους θέματα στο κεφάλαιο Καμάκι.
Το πρώτο απ’ όλα η εμφάνιση. Ο ένας με την πετσετέ κάλτσα συνδύαζε καθώς καταλάβατε την επιλογή της επαρχίας με την κουλτούρα της και την αποτυχημένη προσπάθεια παντρέματος του σύγχρονου αστικού γούστου. Η παρατήρηση αυτή ήταν χωρίς αντικείμενο γιατί την εποχή που μιλάμε και το είδος των σχέσεων που εξετάζουμε  η εμφάνιση τελικά δεν φαίνεται να έπαιζε κάποιο ρόλο στην όλη διαδικασία, και εδώ ήταν που ανατρέπονταν στερεότυπα γενεών που αφορούσαν την εμφάνιση. Φαίνεται πως το καλό και προσεγμένο ντύσιμο που έπαιζε το ρόλο του στην Αθήνα δεν έπαιζε κανένα απολύτως ρόλο στην επαφή με τις ξένες που έρχονταν στην ντίσκο τα καλοκαιριάτικα βράδια. Βέβαια όσον με αφορά, στην επίπονη διαδικασία εξέλιξης σε αξιοπρεπές καμάκι,  συνέχισα να ντύνομαι με το γνωστό φοιτητικό τρόπο την δεκαετίας του 70 και πολύ μου άρεσε, αδιαφορώντας αν έπαιζε ή όχι ρόλο στη διαδικασία του καμακιού.
Η εμφάνιση έξω από το ντύσιμο ήταν και η σωματική δομή. Όλα κατέτειναν στο να συμπληρώσουν τα κενά το ένα του άλλου προσπαθώντας να φέρουν ένα αποτέλεσμα που να αποτελεί σύνθεση προς το καλύτερο. Θα έλεγα στη διαδικασία αυτή κανείς δεν ήταν άσχημος ή κανείς δεν ήταν τόσο άσχημος που να μη μπορεί να βρει ταίρι. Κι εκεί που τον είχαν απορρίψει οι γυναίκες του κύκλου του έβρισκε τη δικαίωση στο πρόσωπο κάποιας ξένης το κριτήριο της οποίας φαίνονταν τελείως διαφορετικό από εκείνο που μέχρι τώρα γνωρίζαμε. Μαζέψτε αυτά τα επιμέρους που στο τέλος συνθέτουν την αναγκαιότητα της δημιουργίας, λειτουργίας και αποθέωσης της φοβερής αυτής εξέλιξης των πραγμάτων του τέλους της δεκαετίας του 60 και της αρχής της δεκαετίας του 70 την περίφημη αυτή την ξεχωριστή ομάδα, την αιχμή του δόρατος του ραγδαία ανερχόμενου τουρισμού, τα καμάκια. Κι όταν μαζευτούν τα επιμέρους, τότε το σύνολο που θα δημιουργηθεί θα εκπλήξει τους αναγνώστες για τη σπουδαία αυτή κατηγορία.

Σάββατο 21 Μαΐου 2011

d.j.

Το βράδυ κυλούσε ανάμεσα στους ήχους της μουσικής και στους καπνούς απ’ τα τσιγάρα. Οι παρέες είχαν από νωρίς πιάσει τα τραπέζια τους, όλοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι. Καθόμουν στη δισκοθήκη κάνοντας τον d.j. και παρακολουθούσα τον κόσμο ποιος ήταν τι ήταν τι ήθελε, προσπαθούσα να μαντέψω τα κέφια τους τις επιθυμίες τους, να μπορέσω μέσα από την ετερόκλητη σύνθεσή τους να αποφασίσω προς τα πού θα πήγαινε η μουσική. Μαζί με όλα αυτά είχα και την στενή επίβλεψη του χώρου. Έπρεπε να ενημερώνω τα καμάκια για το τι έπαιζε στο χώρο και ανάλογα να κινηθούν. Ταμείο γινόταν πάντα λίγο μετά τα μεσάνυχτα ή το πολύ την άλλη μέρα αν το θήραμα ήταν δύσκολο..

Σάββατο 14 Μαΐου 2011

Το άλλο καμάκι!

Ο   άλλος, ξάδερφος από την Αθήνα. Ανοιχτόχρωμος, με μαλλί καστανό σπαστό αρκετά μακρύ καλοξυρισμένο πρόσωπο, χωρίς μουστάκι, πουκάμισο καρό κοντομάνικο με γυρισμένα τα μανίκια εφαρμοστό σε ένα συμμετρικό σώμα όχι ψηλός με παντελόνι τερυλέν, καλοσιδερωμένο με τσάκιση, κάλτσα πετσετέ ουδέτερη και παπούτσι παντοφλέ. Λίγο πιο καλό, ή πιο οικείο look από τον ξάδερφο. Μια πρώτη εξεταστική ματιά στο χώρο. Ανίχνευση. Μια καλησπέρα. Ύστερα έρχονται κοντά στη δισκοθήκη. Πάντα ρωτούν τον d.j.  τι παίζει σήμερα, γιατί πάντα εκείνος ξέρει. Κι ύστερα κάθονται. Παραγγέλνουν ένα μπουκάλι λευκό κρασί, με δύο ποτήρια. Περιμένουν. Πάντα είχα απορία γιατί παραγγέλνουν κρασί.  Αργότερα μου λύθηκε τελικά η απορία. Όταν σταμπάριζαν εκείνο που ήθελαν έκαναν νόημα. Τότε η μουσική άλλαζε και ξεκίναγε ο sir Bithi με το “ρίξε μια ζαριά καλή» και «με φωνάζαν θαλασσόλυκο Νικόλα»,  ο Μάρκος με τη Φραγκοσυριανή, και η ατμόσφαιρα γινόταν εκστατική. Οι δύο τους ξεκίναγαν ένα απόλυτα συγχρονισμένο χασάπικο, και μετά από δύο τρείς ακόμη χορούς η ατμόσφαιρα γινόταν πολύ Ελληνική πολύ στα μέτρα των αγοριών. Μετά τα πράγματα φαίνονταν πιο εύκολα, Αφού είχαν αποσπάσει τον γενικό θαυμασμό, με ένα καινούργιο νεύμα στη δισκοθήκη, άλλαζε πάλι η μουσική και άρχιζε να παίζει ας πούμε, «riders on the storm», τότε άρχιζε η προσέγγιση. Ζήταγαν ή ζήταγε σε χορό την υποψήφια. Αν δεχόταν το πιο σημαντικό βήμα είχε γίνει. Ύστερα κάθονταν στο ίδιο τραπέζι, να λοιπόν που το μπουκάλι το κρασί ήταν καλά σχεδιασμένο να βρίσκεται στο μέσο της παρέας, και μάλιστα το μπουκάλι είχε κομψό σχεδιασμό και το κρασί ήταν πάντα λευκό με ένα εξαιρετικά διάφανο χρώμα και μια φίνα γεύση. Πραγματικά ήταν ένα εξαιρετικό σαββατιανό Παλλήνη λεγόταν από το κτήμα Πέτρου. Το τρίτο ή και το τέταρτο ποτήρι έρχονταν, και στο δεύτερο μπουκάλι όλα είχαν πάρει το δρόμο τους.
Οι χαρούμενοι «κυνηγοί» έφευγαν αγκαλιά με τα κορίτσια, έτσι απλά.

Πέμπτη 12 Μαΐου 2011

Αυθεντικό καμάκι σε κάποιο νησί αρχές δεκαετίας 70..


Ο ένας μελαχρινός, επιδερμίδα σκούρα προς την μελαμψή. Το μαλλί κορακί, μακρύ, με μια απόχρωση προς το μπλε του Ναυτικού, σπαστό πασαλειμμένο με brealcream, να λαμποκοπάει στα φώτα της νύχτας, μουστάκι λεπτό να κατεβαίνει λίγο δίπλα στις άκρες των χειλιών, στόμα μικρό, χείλη σφιχτά, μάτια κατάμαυρα. Κορμί καλοσχηματισμένο, πουκάμισο μονόχρωμο προς το θαλασσί, ανοιχτό μέχρι τον αφαλό, με ένα χρυσό μενταγιόν σε χρυσή χοντρή αλυσίδα παρκαρισμένη στο δασύτριχο στήθος. Ηλικία γύρω στα 25. Παντελόνι μαύρο με ελαφριά καμπάνα κάλτσα κατακόκκινη πετσετέ και παντόφλα πλαστική ανοιχτή μπροστά. Έμενες με ανοιχτό το στόμα βλέποντας αυτό το σύνολο. Νησιώτης ο ίδιος με παραμονή στο νησί το καλοκαίρι και στην Ευρώπη το χειμώνα. Μια φιγούρα που παρέπεμπε απ’ ευθείας σε απόγονο του Ιμπραήμ. Ένα απίστευτο κράμα «Ελληνοαμερικάνου» κατευθείαν βγαλμένου από Ελληνικές ταινίες.

Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

Τα Καμάκια..

Ξεκινώντας απ’ το τέλος της αφήγησης, στη φάση αυτή της ζωής μας η διαδρομή μάλλον δεν περίμενε και πολλά από μας που μπαίναμε κατάκοποι και καταϊδρωμένοι στον καινούργιο αυτό στίβο. Ίσως καμιά από τις συνομήλικές μας δεν μας περίμενε, γιατί όλες μεγάλωσαν πολύ πιο πριν από εμάς και τώρα που αισθανόμασταν έτοιμοι να ξεχυθούμε στο καινούργιο αυτό πεδίο μας είχαν αφήσει πολύ πίσω. Μήπως έπρεπε με τη σειρά μας να κοιτάξουμε κι εμείς προς τα πίσω; Ο χρόνος θα έδειχνε…
Μάλλον μακριά εισαγωγή έκανα προκειμένου να μπω στο θέμα που είναι τα περίφημα καμάκια της δεκαετίας του 70, τότε που μπήκαμε και μεις στον δρόμο αυτό, έτσι όπως τον πρωτοείδα και μας άφησε πραγματικά αξέχαστες αναμνήσεις…
Καλοκαίρι λοιπόν του 72, οι εξετάσεις του Ιουνίου μόλις είχαν τελειώσει. Είχα περάσει δυό μαθήματα, μεταξύ των οποίων το δυσκολότερο, και με την ικανοποίηση της επιτυχίας και μια δόση αλαζονείας στη σκέψη λογάριαζα να περάσω άλλο ένα μάθημα τον Οκτώβρη κι έτσι κέρδιζα το έτος και όλα πρίμα..
Το επόμενο βήμα ήταν το καράβι, επιβατικό /οχηματαγωγό, «Ελλη» λέγονταν, και πλέουμε στο άγνωστο με ανάκατα αισθήματα και πιο ανάκατες ακόμα σκέψεις.
Το κατάστρωμα γεμάτο, το ταξίδι ατέλειωτο, τα λιμάνια όσα και τα νησιά και στο τέλος το πρωινό προκλητικά όμορφο σε ένα από τα πιο όμορφα μέρη.
Βράδυ λοιπόν σε ένα περιβάλλον που δύσκολα μπορεί κανείς να περιγράψει..