Άγουρα χρόνια σε μια Αθήνα που μεγάλωνε με τρομερούς ρυθμούς. Μια Αθήνα που γέμιζε επαρχία με κουλτούρα επαρχίας με τη μικροαστική τάξη με τους εργάτες τους βιοπαλαιστές τους παρατρεχάμενους, μια Αθήνα του 50 που έβγαινε από την κατοχή και τον εμφύλιο και δέχονταν φιλόξενα κάθε ένα που έτρεχε σ'αυτή.
Μικρά σπιτάκια με αυλή που σε κάθε δωμάτιο έμενε μια οικογένεια, σπίτια χτισμένα με πέτρες, δυό δωμάτια και σάλα για τα καλά , ένα δωμάτιο για τα χαμόσπιτα που μάζευαν όλη την οικογένεια και όχι μόνο. Όλα όμως την αυλή τους και τον κήπο τους. Πόσο διέφεραν οι αυλές και πόσο εύκολα ξεχώριζες την προέλευση των νοικοκυραίων. Λαχανικά δέντρα και κοτέτσια σε κείνους που ήρθαν πρόσφατα απ’ την επαρχία, λουλούδια σε κείνους που μέτραγαν πάνω από μια γενιά εδώ.
Η γειτονιά μου στο ρέμα στο Κατσιπόδι βρίσκονταν στο τέλος της Αθήνας προς τα νότια και ήταν η τελευταία περιοχή που ίσχυαν πολεοδομικοί κανόνες. Από κει και κάτω μέχρι το άλσος της Νέας Σμύρνης και πιο ψηλά στη δεξαμενή που ήταν το σχολειό μου και το ορφανοτροφείο άχτιστες περιοχές που έβοσκαν πρόβατα και τα λέγαμε στα χωράφια. Ήταν ο χώρος που έπαιζαν μπάλα τα παιδιά που έμεναν στο Φάρο. Ήταν πιο δυνατοί από μας πιο τσαμπουκάδες και τους φοβόμασταν. Σπάνια μπορούσαμε να πάμε να παίξουμε αντίπαλοί τους. Κι όμως εμείς στη γειτονιά είχαμε πολύ καλύτερες ομάδες και είχαμε και το γήπεδο το Φοίβο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου