Το φαγητό φάνηκε ανιαρό και η μέρα αδιάφορη. Άγευστα όλα αυτά μη τάχα και μπορούσα να κάνω αλλιώς.
Θαρρώ δεν θα γίνει πάλι αυτό κι είναι η τελευταία φορά που μακριά σου περνάω κάποια σημαντική για μένα μέρα. Το υπόσχομαι αυτό.
Καινούργια ερεθίσματα τώρα δοσμένα απ’ την εδώ πραγματικότητα με γύρισαν πίσω και μέβαλαν ξανά σε τούτο δω το τραπεζάκι στο μικρό μαγαζί του λιμανιού να παρατηρώ με προσοχή πρόσωπα και θέα και να προσπαθώ να μάθω πως άραγε στέκει η ύπαρξή μου μέσα εδώ. Ταιριάζω ή είμαι αταίριαστος μέσα σε τούτο το τοπίο που η θέα του έχει κάτι το εξωπραγματικό και σου δίνει την εντύπωση πως είσαι μόνος κι έρημος σε τούτη τη γαλήνια μοναξιά.
Γιατί όμως; Μήπως φταίει η αλήθεια, η θέα των βράχων που μέσα στην μπουνάτσα της θάλασσας δίνουν πιο έντονη την αίσθηση της μοναξιάς. Μήπως ο λίγος και αμίλητος κόσμος ή άραγε βαθύτερες σκέψεις που έχουν σαν αφετηρία τους κάποια εσωτερική παρόρμηση και κάποια αιτία δογματικά ανεξήγητη, που όμως έχει σχέση μ’ αυτό που λέμε τρυφερότητα.
Ο καπεταν Γιακουμής ο γιός του Τζώρτζη καθαρίζει τα δίχτυα που πάνε να ρίξουν και φαί-νεται κουρασμένος. Δεκαπέντε χρόνων παιδί ψημένο απ’ την αρμύρα και τον ήλιο, θαρρεί ξένα, όλα εκείνα που φέρνουν οι νέοι της Αθήνας. Γι αυτόν υπάρχει μόνο η θάλασσα κι η κληρονομιά της ίσως πιο έντονη απ’ ότι την έδωσε ο Χρονόπουλος στο έργο του. Κι ούτε καν νοιάζεται. Μόνο η ψαριά τον νοιάζει και κοιτάζει από καιρό σε καιρό τη θάλασσα και τον ουρανό να δει τα σημάδια. Αυτά που τον οδηγούν αλάθητα και του δείχνουν κάθε αλλαγή. Κι έτσι λοιπόν οι μέρες κυλούν και η μια διαδέχεται την άλλη και προσπαθώ να κάνω βίωμα κι αλήθεια κάθε εντύπωση. Κάθε συγκίνηση γίνεται αληθινή χαρά κι ανάμνηση τέλεια για αύριο. Κι όλα αυτά που φέραν τον ένα κοντά στον άλλο ξανάρθαν. Δεν θέλω τίποτε τώρα πια. Μόνο μια άνεση που είμαι σίγουρος ότι θα μπορέσω νάχω για να κάνω αυτό που τώρα ικανοποιεί μόνο εμένα. Και θέλω τόσο πολύ να το μοιραστώ μαζί σου.
Ο ήλιος κι η θάλασσα ο αέρας και τούτοι οι άνθρωποι που σε κοιτούν ανενδοίαστα και τρυφερά ανήκουν σε όλους, και πολύ περισσότερο σε σένα που ζεις μόνη σου κι έχεις πιότερο απ’ τον καθένα ανάγκη να ζήσης αυτόν τον τρόπο ζωής που χαρίζει τόσες και τόσες άλλες και έντονες συγκινήσεις. Μπορείς να καταλάβεις τούτες τις έννοιες; Μπορείς να νοιώσεις πια βαθύτερες ανάγκες έκφρασης με πιέζει να σου δώσω μέσα σε τούτες τις λίγες κι απέριττες γραμμές το νόημα όλων αυτών που θάθελα να μοιραστούμε. Πόσο σ’ αγαπώ. Και πόσο νοιώθω μόνος. Ξένος μέσα στους ξένους σ’ αυτό το τρελό πανηγύρι της φύσης που εναρμονίζει την απλότητα με την πιο δυνατή συγκίνηση. Σου ζήτησα στο σημερινό πρωινό που βρέθηκα μόνος να κοιτώ για πολλοστή φορά τις βάρκες που κουνιούνται ήσυχα στον πρωινό μαΐστρο που δροσίζει απαλά τα πρόσωπα και μετά προσπάθησα να γαληνέψω τις αισθήσεις. Δυνατή και έντονη η προσπάθεια κατάφερε να κάνει καλή δουλειά.
Σ’ ευχαρίστησα και σήμερα που δεν παρέλειψες να μ’ επισκεφτείς και να δώσεις το δικό σου παρών στις ατέλειωτες ώρες μου. Και προσμένω νάρθουν κείνες οι μέρες και ώρες που θα βγαίνουμε μαζί στο μικρό μπαλκόνι πάνω απ’ τη θάλασσα, και θα κοιτάμε γύρω τη γαλήνη ή ακόμη και την δύναμη του ανύποπτου γαρμπή που θάρθει να δημιουργήσει την δική του ζωή στο μικρό λιμάνι. Όλα αυτά δοσμένα στο καινούργιο μέτρο τούτης της πραγματικότητας θάναι κάτι αλλιώτικο πρωτόγνωρο και σίγουρα γοητευτικό και χαρούμενα ευχάριστο για σένα.
Και γω θα σε κοιτώ και βυθισμένος στην έκφραση του προσώπου σου που πιστεύω νάναι γαληνεμένη και ήσυχη, θα προσπαθώ να ανακαλύψω την αρχή ή το τέλος του ονείρου μου. Κι εσύ θα με βοηθάς προσμένοντας να ξαναβρώ τον εαυτό μου και να ξεκινήσω κάτι καινούργιο με τη δική σου βοήθεια. Το μπορείς αυτό. Μου το έδειξες αυτό απ’ την πρώτη στιγμή. Τότε που ένοιωσα την ανάγκη της στοργής και της βοήθειας σου και συ μου την έδωσες απαλά αβίαστα συνειδητά και ψύχραιμα. Έτσι όπως κάθε τι ζητάει τη λύτρωση. Όπως ζήτησα κι εγώ να πιαστώ απ’ τη δική σου παρουσία και να προστατευτώ απ’ το δικό σου χάδι την πιο όμορφη και πιο επιθυμητή συντροφιά. Κι ήσουν άτυχη σου είπα. Και με κόπο κράτησα τα δάκρυα που βάραιναν τα μάτια για να μην κάνω άσχημη την ώρα. Και μετά με βόηθησες φάω και δεν είπες τίποτα. Γιατί άραγε; Πως μπόρεσες και δέχτηκες όλο αυτό το βάρος χωρίς να βογκήξεις ή να πεις γιατί; Ήσουν υπέροχη θυμάμαι και σ’ έφερνα στο νου με κάθε τρόπο προσπαθούσα να σε βάλω εκεί που έπρεπε και ήταν τόσο δύσκολα. Προσπάθησα ακόμη να περιορίσω όλα εκείνα που ονειρευόμουν και χειρότερα προσπαθούσα να σε πείσω πως η συνέχεια θα ήταν τραγική για σένα. Κι εσύ δεν είπες τίποτε. Τάβαλες όλα κάτω και τα ζύγισες απ’ τη μια η αγάπη και η ιστορία μας και απ’ την άλλη οι πιθανές συντριβές. Και δεν δίστασες να διαλέξεις. Δεν μπορούσες ποτέ και με τίποτε να θυσιάσεις τον προγραμματισμό σου μπροστά στη σημερινή τραγικότητα όσο απαίσια κι αν ήταν. Δεν δείλιασες να κάνεις όνειρα ακόμη πιο αισιόδοξα και τολμηρά τώρα και το πιο σημαντικό. Ανεπηρέαστη απ΄τον κίνδυνο που ενδεχόμενα να υπήρχε. Κείνο δε που μ' έκανε τόσο καλά ήταν ότι όλα όσα έκανες δεν ήταν απόρροια οίκτου η λύπησης αλλά συνειδητές ενέργειες και συνεπείς πράξεις για κάθε στιγμή.
Πόσο σωστά στάθηκες. Πόσο όμορφη έδειξες ότι πιστεύεις και δένεσαι με το απόλυτο κάτω από όλες τις συνθήκες , κάποια άλλη θα γύρναγε κάπου αλλού τα μάτια της και θα έλεγε αδιάφορα. Ήταν μια περιπέτεια και τίποτε άλλο . Τώρα είναι καιρός για μια καινούργια αρχή και δεν θα νοιαζόσουν τι θα άφηνες πίσω πόσο κακό θάκανε ηθελημένα ή όχι κι όμως όλα πέρασαν. Ήσυχος και γαληνεμένος σίγουρος για μένα αλλά και για σένα περισσότερο ζω ήρεμα τούτες τις λίγες μέρες των διακοπών που θα μου χαρίσουν πολυπόθητα την υγεία και τη διάθεση για το καινούργιο ξεκίνημα.
Ας είναι.
Δεν ξαφνιάζομαι ούτε και καλοκοιτάζω τον εαυτό μου για όλα αυτά.
Ήταν όλα αποτελέσματα συνειδητών ενεργειών και σωστά προγραμματισμένων σκέψεων και όλα ακολούθησαν μια λογική πορεία για να φτάσουν εκεί που έπρεπε να φτάσουν. Πολλοί το λένε τύχη αυτό εγώ τους αφήνω να λένε ότι θέλουν, καθένας ονομάζει κατά δύναμη.
Αρνήθηκα τη σπάνια ομορφιά για τη συνηθισμένη και αρκέστηκα στην ειλικρινή έκφραση, έστω και σκληρή πολλές φορές από τη ρετουσαρισμένη και προσποιητή ευγένεια. Δεν πιστεύω να έχασα ούτε ότι θα χάσω, γιατί είναι υπεύθυνη για κάθε τι κι όχι ένα ανεύθυνο πλάσμα μιας ανεύθυνης πραγματικότητας. Σε τούτες τις λίγες γραμμές προσπάθησα να ζωγραφίσω τη γεύση που χαρίζει η μικρή Ανάφη στον καινούργιο επισκέπτη και πως ένοιωσα που χάρηκα την απλότητά της.
Ανάφη 4 Ιουλίου 1978.
Γ.Λ.