Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Γκαζάκια..

Στο πατάρι του σπιτιού κάνοντας έκτακτες αναζητήσεις ένα μικρό θαύμα μπροστά μου καθώς σκούντηξα ένα κλειστό τσίγκινο κουτί από καφέ «παπαγάλο» της δεκαετίας του 60. Σπάνιο σκεύος την εποχή εκείνη χρηστικό για αυτό και πολύτιμο.
Δεν ξέρω πως έπεσε στα χέρια μου τότε, σίγουρα όμως θα το προσπάθησα πολύ γιατί όσο πολύτιμο και δυσεύρετο ήταν τότε άλλο τόσο πολύτιμο περιεχόμενο θα φύλαγε μέσα του.
 Κι έτσι ήταν!
 Άσπρα και διάφανα χρωματιστά γκαζάκια γέμισαν το πάτωμα καθώς άνοιξε το κουτί που τα φύλαγε μέσα του τόσες δεκαετίες και από ένστικτο τα μάζεψα και τα έστησα τα ετοίμασα για παιχνίδι. Τα άσπρα σε πολύ καλή κατάσταση με βαθυκόκκινες και βαθυγάλαζες ρίγες στην περίμετρο τους είχαν τη δική τους ιστορία, τα άλλα με σπασίματα στην επιφάνεια, αψευδή σημάδια πολύωρων παιχνιδιών και πολλαπλών ανταλλαγών ανάμεσα στους παίχτες κερδισμένα με μάχες στην αλάνα της κυρά Μήτσενας, στη Σκουρτανιώτη και Ραφτοπούλου εκεί που παίζαμε κάθε απόγευμα μπάλα, αγορασμένα με τα σπάνια πενηνταράκια που κονομούσαμε από καμιά αγγαρεία, απ’ τα ψιλικατζίδικα του «Παρασκευά» στη Βιέννα, του «Κυρ Λεωνίδα του Μπρούμα» στην ανηφόρα στη Δάβαρη στου «Σερίμη» στην κατηφόρα στον ίδιο δρόμο, στο «Μικράκι» στη Μπινιάρη κοντά στη Μπακνανά, τα μαγαζάκια που ακουμπάγαμε το ανύπαρκτο χαρτζιλίκι μας για τους βώλους, τα γκαζάκια, τους αητούς τις απόκριες, και κανένα παγωτό ξυλάκι ΕΒΓΑ τα καλοκαίρια.
Τα μάζεψα όλα και έστησα τα άσπρα γκαζάκια ολοκαίνουργια, χωρίς γρατζουνιές, χωρίς χτυπήματα στο πάτωμα του παταριού και τα έβλεπα.
 Πενήντα χρόνια από εκείνο ο απόγευμα που καθισμένος σε μια πέτρα έβλεπα τα παιδιά να παίζουν ξαναμμένα τα γκαζάκια τους στις Μήτσενας.
 Ηρθε δίπλα μου ο «Μπανάνας». Δεν θυμάμαι το κανονικό του όνομα, με τη μεγάλη σαν μπανάνα κεφάλα του έμενε στην Ακρωτηρίου και σπάνια έκανε παρέα με μας. Η δικιά του παρέα ήταν στη Δάφνη στο Φάρο. Ζόρικο παιδί δεν σήκωνε πολλά πολλά και κυρίως δεν γούσταρε να τον κοροϊδεύουν. Μούσκασε μια κλωτσιά και με διέταξε να σηκωθώ για να καθήσει εκείνος. Δεν αντέδρασα επειδή και μεγαλύτερος ήταν και θα με έδερνε, αλλά ήμουν πολύ κακόκεφος επειδή δεν είχα ούτε ένα γκαζάκι για παιχνίδι. Μετά από λίγο μου λέει «γιατί δεν παίζεις ρε», του απάντησα πως δεν είχα γκαζάκια. Σκέφτηκε λίγο και έβγαλε απ’ τη τσέπη του εφτά ολοκαίνουργα άσπρα σαν το γάλα με χρωματιστές γραμμώσεις γκαζάκια από κείνα που πουλιόντουσαν μισή δραχμή το ένα και τα ανταλλάσαμε με τρία και πάνω γυάλινα. Απλωσε το χέρι και μου τα έδωσε, «πάρτα».
Ετσι απλά…
Κοντοστάθηκα μούδωσε μια καρπαζιά και επανέλαβε με τόνο που δεν σήκωνε αντίρρηση «πάρτα»…
Τα πήρα, τον κοίταξα με ευγνωμοσύνη, οι υπόλοιποι σταμάτησαν το παιχνίδι και μας κοίταζαν.
Όχι δεν έπαιξα.
Τα κοίταζα και τα ξανακοίταζα, και πάλι το ίδιο.
Ο « Μπανάνας» έφυγε προς την Ακρωτηρίου εκεί που σήμερα είναι η ταβέρνα «τα Λιόδεντρα» το στέκι που μαζευόμαστε τα τελευταία χρόνια τις Παρασκευές όλη εκείνη η συμμορία και θυμόμαστε και γελάμε και συγκινούμαστε.
Τις φύλαξα όπως φυλάμε τα πολύτιμα κι αγαπημένα μας αντικείμενα, και νάμαι σήμερα να τα στήνω στο πατάρι.
Η γεμάτη απορία φωνή της γυναίκας μου για το τι κάνω εκει πάνω, με επανέφερε στη δουλειά που ανέλαβα. 
Μάζεψα ευλαβικά τα γκαζάκια του Μπανάνα τα έβαλα στη θέση που είχαν τα τελευταία πενήντα χρόνια σκούπισα και τη συγκίνηση που έβρεξε τα μάτια κατέβηκα απ’ το πατάρι με τις εικόνες των δύσκολων παιδικών χρόνων με ένα ερώτημα.
Τι να γίνεται σήμερα ο Μπανάνας το παράξενο αυτό παιδί που μου χάρισε ένα απ’ τα πιο όμορφα πράγματα των παιδικών μου χρόνων και ούτε το πραγματικό του όνομα δεν θυμάμαι. Το γιατί μου τα χάρισε, μου απάντησε το βλέμμα του τότε που άπλωσε το χέρι του στο δικό μου.
Να είσαι καλά ρε Μπανάνα όπου κι αν είσαι και μακάρι να μπορούσαμε να τσουγκρίσουμε σήμερα τα ποτήρια και να σου θυμίσω κάτι που εσύ μάλλον δεν θα θυμάσαι γιατί φαίνεται ότι ξέρεις να απλώνεις το χέρι όχι για να πάρεις...