Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Ανάφη 4 Ιουλίου...

Το φαγητό φάνηκε ανιαρό και η μέρα αδιάφορη. Άγευστα όλα αυτά μη τάχα και μπορούσα να κάνω αλλιώς. Θαρρώ δεν θα γίνει πάλι αυτό κι είναι η τελευταία φορά που μακριά σου περνάω κάποια σημαντική για μένα μέρα. Το υπόσχομαι αυτό. Καινούργια ερεθίσματα τώρα δοσμένα απ’ την εδώ πραγματικότητα με γύρισαν πίσω και μέβαλαν ξανά σε τούτο δω το τραπεζάκι στο μικρό μαγαζί του λιμανιού να παρατηρώ με προσοχή πρόσωπα και θέα και να προσπαθώ να μάθω πως άραγε στέκει η ύπαρξή μου μέσα εδώ. Ταιριάζω ή είμαι αταίριαστος μέσα σε τούτο το τοπίο που η θέα του έχει κάτι το εξωπραγματικό και σου δίνει την εντύπωση πως είσαι μόνος κι έρημος σε τούτη τη γαλήνια μοναξιά.
Γιατί όμως; Μήπως φταίει η αλήθεια, η θέα των βράχων που μέσα στην μπουνάτσα της θάλασσας δίνουν πιο έντονη την αίσθηση της μοναξιάς. Μήπως ο λίγος και αμίλητος κόσμος ή άραγε βαθύτερες σκέψεις που έχουν σαν αφετηρία τους κάποια εσωτερική παρόρμηση και κάποια αιτία δογματικά ανεξήγητη, που όμως έχει σχέση μ’ αυτό που λέμε τρυφερότητα. Ο καπεταν Γιακουμής ο γιός του Τζώρτζη καθαρίζει τα δίχτυα που πάνε να ρίξουν και φαί-νεται κουρασμένος. Δεκαπέντε χρόνων παιδί ψημένο απ’ την αρμύρα και τον ήλιο, θαρρεί ξένα, όλα εκείνα που φέρνουν οι νέοι της Αθήνας. Γι αυτόν υπάρχει μόνο η θάλασσα κι η κληρονομιά της ίσως πιο έντονη απ’ ότι την έδωσε ο Χρονόπουλος στο έργο του. Κι ούτε καν νοιάζεται. Μόνο η ψαριά τον νοιάζει και κοιτάζει από καιρό σε καιρό τη θάλασσα και τον ουρανό να δει τα σημάδια. Αυτά που τον οδηγούν αλάθητα και του δείχνουν κάθε αλλαγή. Κι έτσι λοιπόν οι μέρες κυλούν και η μια διαδέχεται την άλλη και προσπαθώ να κάνω βίωμα κι αλήθεια κάθε εντύπωση. Κάθε συγκίνηση γίνεται αληθινή χαρά κι ανάμνηση τέλεια για αύριο. Κι όλα αυτά που φέραν τον ένα κοντά στον άλλο ξανάρθαν. Δεν θέλω τίποτε τώρα πια. Μόνο μια άνεση που είμαι σίγουρος ότι θα μπορέσω νάχω για να κάνω αυτό που τώρα ικανοποιεί μόνο εμένα. Και θέλω τόσο πολύ να το μοιραστώ μαζί σου. Ο ήλιος κι η θάλασσα ο αέρας και τούτοι οι άνθρωποι που σε κοιτούν ανενδοίαστα και τρυφερά ανήκουν σε όλους, και πολύ περισσότερο σε σένα που ζεις μόνη σου κι έχεις πιότερο απ’ τον καθένα ανάγκη να ζήσης αυτόν τον τρόπο ζωής που χαρίζει τόσες και τόσες άλλες και έντονες συγκινήσεις. Μπορείς να καταλάβεις τούτες τις έννοιες; Μπορείς να νοιώσεις πια βαθύτερες ανάγκες έκφρασης με πιέζει να σου δώσω μέσα σε τούτες τις λίγες κι απέριττες γραμμές το νόημα όλων αυτών που θάθελα να μοιραστούμε. Πόσο σ’ αγαπώ. Και πόσο νοιώθω μόνος. Ξένος μέσα στους ξένους σ’ αυτό το τρελό πανηγύρι της φύσης που εναρμονίζει την απλότητα με την πιο δυνατή συγκίνηση. Σου ζήτησα στο σημερινό πρωινό που βρέθηκα μόνος να κοιτώ για πολλοστή φορά τις βάρκες που κουνιούνται ήσυχα στον πρωινό μαΐστρο που δροσίζει απαλά τα πρόσωπα και μετά προσπάθησα να γαληνέψω τις αισθήσεις. Δυνατή και έντονη η προσπάθεια κατάφερε να κάνει καλή δουλειά.
Σ’ ευχαρίστησα και σήμερα που δεν παρέλειψες να μ’ επισκεφτείς και να δώσεις το δικό σου παρών στις ατέλειωτες ώρες μου. Και προσμένω νάρθουν κείνες οι μέρες και ώρες που θα βγαίνουμε μαζί στο μικρό μπαλκόνι πάνω απ’ τη θάλασσα, και θα κοιτάμε γύρω τη γαλήνη ή ακόμη και την δύναμη του ανύποπτου γαρμπή που θάρθει να δημιουργήσει την δική του ζωή στο μικρό λιμάνι. Όλα αυτά δοσμένα στο καινούργιο μέτρο τούτης της πραγματικότητας θάναι κάτι αλλιώτικο πρωτόγνωρο και σίγουρα γοητευτικό και χαρούμενα ευχάριστο για σένα. Και γω θα σε κοιτώ και βυθισμένος στην έκφραση του προσώπου σου που πιστεύω νάναι γαληνεμένη και ήσυχη, θα προσπαθώ να ανακαλύψω την αρχή ή το τέλος του ονείρου μου. Κι εσύ θα με βοηθάς προσμένοντας να ξαναβρώ τον εαυτό μου και να ξεκινήσω κάτι καινούργιο με τη δική σου βοήθεια. Το μπορείς αυτό. Μου το έδειξες αυτό απ’ την πρώτη στιγμή. Τότε που ένοιωσα την ανάγκη της στοργής και της βοήθειας σου και συ μου την έδωσες απαλά αβίαστα συνειδητά και ψύχραιμα. Έτσι όπως κάθε τι ζητάει τη λύτρωση. Όπως ζήτησα κι εγώ να πιαστώ απ’ τη δική σου παρουσία και να προστατευτώ απ’ το δικό σου χάδι την πιο όμορφη και πιο επιθυμητή συντροφιά. Κι ήσουν άτυχη σου είπα. Και με κόπο κράτησα τα δάκρυα που βάραιναν τα μάτια για να μην κάνω άσχημη την ώρα. Και μετά με βόηθησες φάω και δεν είπες τίποτα. Γιατί άραγε; Πως μπόρεσες και δέχτηκες όλο αυτό το βάρος χωρίς να βογκήξεις ή να πεις γιατί; Ήσουν υπέροχη θυμάμαι και σ’ έφερνα στο νου με κάθε τρόπο προσπαθούσα να σε βάλω εκεί που έπρεπε και ήταν τόσο δύσκολα. Προσπάθησα ακόμη να περιορίσω όλα εκείνα που ονειρευόμουν και χειρότερα προσπαθούσα να σε πείσω πως η συνέχεια θα ήταν τραγική για σένα. Κι εσύ δεν είπες τίποτε. Τάβαλες όλα κάτω και τα ζύγισες απ’ τη μια η αγάπη και η ιστορία μας και απ’ την άλλη οι πιθανές συντριβές. Και δεν δίστασες να διαλέξεις. Δεν μπορούσες ποτέ και με τίποτε να θυσιάσεις τον προγραμματισμό σου μπροστά στη σημερινή τραγικότητα όσο απαίσια κι αν ήταν. Δεν δείλιασες να κάνεις όνειρα ακόμη πιο αισιόδοξα και τολμηρά τώρα και το πιο σημαντικό. Ανεπηρέαστη απ΄τον κίνδυνο που ενδεχόμενα να υπήρχε. Κείνο δε που μ' έκανε τόσο καλά ήταν ότι όλα όσα έκανες δεν ήταν απόρροια οίκτου η λύπησης αλλά συνειδητές ενέργειες και συνεπείς πράξεις για κάθε στιγμή.
Πόσο σωστά στάθηκες. Πόσο όμορφη έδειξες ότι πιστεύεις και δένεσαι με το απόλυτο κάτω από όλες τις συνθήκες , κάποια άλλη θα γύρναγε κάπου αλλού τα μάτια της και θα έλεγε αδιάφορα. Ήταν μια περιπέτεια και τίποτε άλλο . Τώρα είναι καιρός για μια καινούργια αρχή και δεν θα νοιαζόσουν τι θα άφηνες πίσω πόσο κακό θάκανε ηθελημένα ή όχι κι όμως όλα πέρασαν. Ήσυχος και γαληνεμένος σίγουρος για μένα αλλά και για σένα περισσότερο ζω ήρεμα τούτες τις λίγες μέρες των διακοπών που θα μου χαρίσουν πολυπόθητα την υγεία και τη διάθεση για το καινούργιο ξεκίνημα. Ας είναι. Δεν ξαφνιάζομαι ούτε και καλοκοιτάζω τον εαυτό μου για όλα αυτά. Ήταν όλα αποτελέσματα συνειδητών ενεργειών και σωστά προγραμματισμένων σκέψεων και όλα ακολούθησαν μια λογική πορεία για να φτάσουν εκεί που έπρεπε να φτάσουν. Πολλοί το λένε τύχη αυτό εγώ τους αφήνω να λένε ότι θέλουν, καθένας ονομάζει κατά δύναμη. Αρνήθηκα τη σπάνια ομορφιά για τη συνηθισμένη και αρκέστηκα στην ειλικρινή έκφραση, έστω και σκληρή πολλές φορές από τη ρετουσαρισμένη και προσποιητή ευγένεια. Δεν πιστεύω να έχασα ούτε ότι θα χάσω, γιατί είναι υπεύθυνη για κάθε τι κι όχι ένα ανεύθυνο πλάσμα μιας ανεύθυνης πραγματικότητας. Σε τούτες τις λίγες γραμμές προσπάθησα να ζωγραφίσω τη γεύση που χαρίζει η μικρή Ανάφη στον καινούργιο επισκέπτη και πως ένοιωσα που χάρηκα την απλότητά της.
Ανάφη 4 Ιουλίου 1978.
Γ.Λ.

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Πόσο σε ζήτησα...

Έχουν ένα δικό τους τρόπο να ζουν την ηρεμία και πολλές ήταν οι φορές που στάθηκα και περίεργος προσπαθούσα να ερμηνεύσω αυτόν τον τρόπο ζωής. Ξεχασμένοι σε τούτο το ερημονήσι φερμένοι από μεγάλες και σύγχρονες πολιτείες ζούσαν πολύ πιο έντονα από μας ότι μοναδικό τούτο το νησί πρόσφερε. Ηρεμία ησυχία γαλήνη, απλότητα.
Μπορούσες πολλές φορές να δεις να κάθονται με τις ώρες και να λιάζονται ή να γράφουν γράμματα κάρτες και σημειώσεις ή ακόμα να παρακολουθούν με έκδηλο ενδιαφέρον κάθε κίνηση και δουλειά στο μόλο, στις ψαρόβαρκες και στα χωράφια ακόμη, που φαίνονταν μακρινά. Κι ήταν πολλές οι φορές που τους ζήλεψα και θέλησα και γω να βρεθώ ξένος μέσα σε ξένους σε μια άλλη χώρα να προσπαθήσω να ανακαλύψω το δικό τους τρόπο ζωής μέσα από ξένες και άγνωστες λέξεις και εκφράσεις. Θα πρέπει νάχει τρομερό ενδιαφέρον και όλη αυτή η προχειρολογία παίρνει ένα κάποιο άλλο νόημα. Κι όλα λοιπόν στο σημερινό σούρουπο ζουν. Άρχισαν να κινούνται τα σχέδια στο νερό οι εικόνες να αλλάζουν χρώματα και οι μορφές να γίνονται ξέμακρες και ίσως απόκοσμες. Γλυκιά γαλήνη και ηρεμία τέλεια μπουνάτσα μπροστά και στο βάθος τα νησάκια άρχισαν να σβήνουν στο αχνογάλαζο χρώμα που παίρνει ο ορίζοντας. Έκδηλη η εικόνα μιας μοναξιάς και φέρνοντας τον εαυτό μου στολίδι σ’ αυτήν την απεραντοσύνη νοιώθω καινούργιες αισθήσεις. Νέα νοήματα ενεργοποιούνται και η αναζήτηση παίρνει καινούργια μορφή.
 Εκεί στον ορίζοντα που τρεμοπαίζει και χάνεται σιγά σιγά χωρίς καν να το καταλαβαίνει βάζω τη μορφή σου. Κι εσύ τρέχεις και παίζοντας με τα χαλίκια και τα βότσαλα της παραλίας φτιάχνεις κύκλους στο νερό που απλώνονται και σβήνουν σιγά σιγά. Πόσο περίεργα αλήθεια. Κι όμως, να εδώ είσαι πάλι. Τώρα ήρθες σαν κάποια καινούργια αίσθηση. Σαν γλυκιά και τρυφερή μελαγχολία που παρέσυρες και μένα και τώρα ξέφυγα απ’ την πραγματικότητα που με περιβάλλει, και ακολούθησα πιστός τις εντολές μιάς καινούργιας αναζήτησης που εγώ ήμουν ο κυνηγός κι ο εργάτης κι εσύ το έργο και το ιδανικό. Πόσο όμορφα νοιώθω τώρα. Μόλις προχτές είχα για μια ακόμη φορά γενέθλια.
Πόσο σε ζήτησα..
Γ.Λ.

Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Στην ακρογιαλιά....

Δεν χρειάζεται τίποτε περισσότερο η ανθρώπινη φύση από ένα ήσυχο μέρος να καταλαγιάσει κουρασμένη απ’ τον αγώνα και ταλαίπωρη απ’ τις αισθήσεις του άγχους και της αγωνίας. Να ξαπλώσει απαλά στο χάδι κάθε αύρας και γερτά στο σούρουπο να αγναντέψει πέρα βαθειά στο πέλαγο στους δρόμους που φέρνουν τα θαλάσσια ξύλα από το ένα λιμάνι στο άλλο. Πόσο όμορφα νιώθω. Κι είναι κι αυτό λογική συνέπεια του τρόπου ζωής που διάλεξα κι ακόμη περισσότερο εκείνου που μου χάρισε η ησυχία του μαγευτικού τούτου νησιού.
Ο Μανολιός πέρασε και με χαιρέτησε με την βαριά νησιώτικη προφορά του. Καλός κι αγαθός, γιγαντόσωμος δίνει μια δική του γνωριμία στο κάθε τι και με μια αφέλεια χαρακτηριστική ζει κάθε στιγμή όπως έρχεται και δεν προσπαθεί να αλλάξει τίποτε. Όλα γι αυτόν είναι προκαθορισμένα. Οι ώρες της δουλειάς της ξεκούρασης της διασκέδασης ακόμη και του καιρού οι παιχνιδιάρικες αλλαγές είναι προκαθορισμένες. Μόνο καμιά φορά που όλα ανακατεύονται σε κάποιο όμορφο μεθύσι παρέα με κάποιους ξένους μόνο τότε είναι που δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του ή τη συνέχεια κι αντιμετωπίζει το καθετί με ένα χαμόγελο γεμάτο αφέλεια και καλοσύνη. Μας έφερε μια τεράστια καβούρα προχτές για μεζέ όταν πίναμε και ύστερα δυό χταπόδια, καλός μεζές κι αφήσαμε το οινόπνευμα να κυλήσει ζεστό στις φλέβες για να κάνει το πρόσωπο κόκκινο απ’ τη χαρά και την ανεμελιά τόσων και τόσων που παρέμεινα πίσω.
Αφήσαμε όλοι πίσω δουλειές οικογένειες πρόσωπα και διάφορες καταστάσεις και τώρα χωρίς άγχος χωρίς σκέψεις και προβλήματα για να ζήσουμε κάτι αλλιώτικο αρχίσαμε μια καινούργια ζωή δοσμένοι σε τούτο το μέτρο που μας παρείχε τούτο το μικρό νησάκι που χωμένο μέσα στην απεραντοσύνη των Κυκλάδων προσπαθεί να ζήσει και στην προσπάθεια του αυτή το βοηθάμε και μείς θέλοντας και μη με την παρουσία μας.Πόσο γλυκό το απόγευμα ήρθε και σήμερα να φέρει τη γαλήνη και την ηρεμία στην καρδιά και στη σκέψη, για να μπορεί να φέρει σε πέρας το έργο που ανέλαβε να τελειώσει εδώ στις απόκρημνες παρυφές που φέρνουν απ’ τη χώρα στο λιμάνι στη θάλασσα. Μερικά γαϊδούρια που έχουν αναλάβει το έργο της μεταφοράς του κόσμου και των πραγμάτων απ’ το λιμάνι στο χωριό στέκονται ήσυχα στη σκιά και περιμένουν τρώγοντας το λιγοστό σανό. Τέλεια αντίθεση εδώ. Τα ζώα κι η θάλασσα, ένας περίεργος συνεταιρισμός πραγμάτων, ζωής και θέσης σε μια αρμονική αντίθετη ροή. Κάπου αλλού θα μπορούσαν να φαίνονται περίεργα. Θα γίνονταν ίσως μια σιωπηλή επανάσταση. Όμως εδώ είναι τόσο υποφερτά και μάλιστα μπορώ ανενδοίαστα να πω όμορφα. Ευχαρίστησα καθετί που συντέλεσε να βρεθώ εδώ και χωρίς έγνοια βάλθηκα να ζω έντονα κάθε συγκίνηση που θα μου χάριζε η καινούργια ζωή κι ας ήταν σύντομη. Παρακεί μερικοί ξένοι κάθονταν αμίλητοι και απολάμβαναν το απόγευμα που έπεσε και σήμερα τρυφερά νοσταλγικό.
Γ.Λ.

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Θυμήσου...

Θυμήσου ένα βράδυ στ’ αυτοκίνητο έξω απ’ το σπίτι σου τότε που ήμουν τόσο καλά που προγραμματίζαμε ένα όμορφο δέσιμο για μας σε κάποιο στέκι με τους δικούς μου και τους δικούς σου με την ευτυχία και τη χαρά δοσμένη σε όλους τους δικούς μας ανθρώπους. Ήταν μια τόσο όμορφη βραδιά που απορώ πως και δεν χοροπήδαγα απ’ τη χαρά μου τότε και χοροπηδάω τώρα που τη σκέφτομαι. Ας είναι.. Κείνες οι ώρες φύγαν και έμενε η σκέψη τώρα. Μια καινούργια έκφραση ζωής τώρα με φέρνει σε καινούργια επίπεδα προγραμματισμού και ανακαλύπτω κάνω βεβαιότητα ότι διακοπές πια χωρίς εσένα είναι αδιανόητες. Και το νησί χωρίς την δική σου παρουσία δίνει την αίσθηση έλλειψης έντονη μάλιστα. Κι αυτό γιατί δεν περνά ώρα χωρίς να σ’αναζητήσω δεν υπάρχει στιγμή μοναξιάς ή χαράς που να μη αναζητήσω τη δική σου συντροφιά. Πεισματικά η σκέψη σε τοποθετεί τώρα πολύ ψηλά και επισκιάζει κάθε άλλη ιστορία απ’ το παρελθόν σε φέρνει μοναδικά στην επικαιρότητα και σέχω σύμβολο και σκέψη παντοτινή και θεία για μένα. Πιστός σύντροφος θα πρέπει νάσαι για να μπορέσεις να αντέξεις το βάρος του ναι που τολμηρά θα σου ζητήσω να πης όταν θα σου χαρίσω το πιο πολύτιμο στοιχείο που έχω και που μ’ αυτό θα πορευτούμε σαν συνύπαρξη προς την τελειότητα αν θες ή την καταστροφή, αν όλα έρθουν ενάντια. Δυο γλάροι κάναν κύκλους γύρω απ’ το καΐκι του Τζώρτζη και βουτούσαν κάθε τόσο να πιάσουν ψάρια που πέταγαν απ’ τα δίχτυα καθώς ξεψάριζαν τα άχρηστα ψάρια, κι ύστερα με δυό δυνατά τινάγματα των φτερών σηκώνονταν και πέταγαν μακριά εκεί στο ξώπετρο που θαρρείς θα πρέπει νάχουν τις φωλιές τους. Κι είναι όμορφο να βλέπεις τέτοιες εικόνες. Πολύ όμορφο και ταυτόχρονα φυσικό και πολύ κοντά στο ανθρώπινο. Πλασμένη κι αυτή η εικόνα όπως και τόσες άλλες απ’ το δυνατό πέσιμο της ανθρώπινης υπόστασης ενάντια στον αγώνα που θα φέρει σίγουρα στο τέλος που πρόσμεναν στις προσευχές ή τις προσταγές τους. Περίεργο αυτό. Πως μπορούν να μονιάσουν και να προσαρμοστούν τούτες οι έννοιες και πως δεν συγκρούονται οι λογής λογής απόψεις γύρω απ’ τα ζωτικά θέματα της ύπαρξης κάθε νέου στοιχείου που προβάλλει σαν απαίτηση ή αξίωση κάθε μέρα και περισσότερο.
Γ.Λ.

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Συμβάσεις..

Ίσως σκεφτείς ότι δεν υπάρχει λόγος τώρα να σκέφτομαι εκείνες τις μέρες ή να νοιώσω επηρεασμένος απ’ όλα αυτά γιατί πέρασαν. Δίκιο έχεις όπως δίκιο έχει κι ο καθένας που είναι έξω από όλα αυτά. Γιατί σκέψου πως περνάν όλες εκείνες οι ώρες που η αίσθηση η κατάσταση η ανάγκη και η επιθυμία. Ζητούν κάτι πιότερο απ’ το μέτρο και δεν μπορώ να ξεφύγω γιατί το μέτρο τώρα έγινε τρόπος ζωής και ετσιθελική επιβολή για κάθε τι. Δεν θέλω να με λυπηθείς ούτε και ζητώ από κανένα να με βοηθήσει με μια καλή κουβέντα. Κατάλαβε επιτέλους ότι δεν θέλω τον οίκτο κανενός ούτε ακόμη και του εαυτού μου. Πολλά «μη» κυριαρχούν στο καθετί που κάνω ή που θέλω να κάνω, και ζυγιάζω απ’ τη μια την ευθύνη κι απ’ την άλλη την ανάγκη. Ζω ανάλογα και αυτό σημαίνει πως η ζυγαριά γέρνει προς την ευθύνη. Ως πότε όμως; Βόηθαμε γιατί μόνο από σένα δέχομαι αλλά και θέλω βοήθεια. Γιατί ξέρω πως εσύ δεν το κάνεις από οίκτο αλλά από αγάπη. Μπορώ ανενδοίαστα να πω κάτι τέτοιο; Είναι σίγουρο ή θα σκοντάψει σε κάποιο τραγικά σοβαρό λάθος και τότε όλα θα καταστραφούν τελεσίδικα και ολοκληρωτικά, και θα πρέπει για μένα κάποια καινούργια αρχή; Και δεν πιστεύω πως θα υπάρξει για μένα δύναμη για κάποια καινούργια αρχή. Τα ξέρεις όλα αυτά τα έχουμε πει θα τα πούμε για μια ακόμη φορά όταν θα κρίνω σκόπιμο για μας και τότε οι αποφάσεις θάναι τελεσίδικες και οριστικές για την παρακάτω πορεία μας . Αναρωτιέμαι ήρεμα κι απλά θα αντέξεις άραγε την τελευταία εκείνη έκφραση ή θα σταθείς ανήμπορη να απαντήσεις. Και για μένα αυτό θάναι το τέλος. Γιατί ξέρεις πως αν σταθείς έστω και για μια στιγμή διστακτική θα προλάβω να αποφασίσω εγώ.

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Όρτσα τα πανιά...

Όρτσα τα πανιά λοιπόν στέριωσε καλά το φλόκο τράβα σκοινιά γερά και γύρνα την πλώρη κόντρα στο κύμα. Κάνε το σταυρό σου στην παναγιά του νησιού σε τούτη την προστάτιδα τώρα και αφέσου στη δική της μέριμνα. Αγαπά καλά τους ψαράδες αυτή και ξέρει την έγνοια της. Ας είναι κι αυτό έτσι. Οι μέρες κυλούν χωρίς βιασύνη σε τούτο το ήμερο και ήρεμο ξέσπασμα μιάς απόκοσμης έκρηξης. Και πίσω απ’ όλα αυτά τι κρύβεται άραγε;
Μήπως μια καινούργια αγωνία ή η αλήθεια μιας νέας αρχής που καθοριστικά θα ζητήσει να πάρει θέση στην ύπαρξη; Ποιος μπορεί να ξέρει αληθινά και προσαρμοστικά να δείξει πρόνοια γι όλες αυτές τις αλήθειες που είναι λοιπόν τα στολίδια;
Μου είπαν πως κρύφτηκες και γω έστειλα τους γλάρους και τα άλλα ψαροπούλια να σε βρουν. Στολίδι εσύ στους γιαλούς και στα πέλαγα φοβάμαι μη σε κλέψουν. Μην κι αρχίσουν να σε διαφεντεύουν οι καραβοκύρηδες κι αρνήθεις εμένα που ανήμπορος να ταξιδέψω αληθινά σ’ ακολουθώ με τη σκέψη. Δεν τη μπορώ αληθινά τούτη τη στατική ζωή μα τι να κάνω θαρρείς το θέλω; Ποιος ζητά το θάνατο σ’ όποιον σε όποια του μορφή όταν η ζωή τον προκαλεί στις χαρές της; Δεν μπορεί νάνε αληθινή αυτή η έννοια, και με κοίταξες γλυκά και τρυφερά και άπλωσες ανοιχτά τα χέρια σου να μ’ αγκαλιάσεις και μίκρυνες το χρόνο και την απόσταση έσβησες, και με φίλησες απαλά σαν θεία κοινωνία και έμεινα εκστατικός και κοιτώ το θαύμα που τώρα δα υλοποιήθηκε εδώ μπροστά και γίνηκε αίσθηση και αλήθεια. Παρηγοριά σίγουρα. Που ήμουν πριν περάσω τούτο το όνειρο; Και συ τι ζητάς σ’ εκείνο τον κόσμο φτιασιδωμένη για γιορτή τώρα που όλα θέλουν ηρεμία και γαλήνη για να ζήσουν.
Γλυκό το πρόσωπό και η βαθύτερη έννοια για μένα η ισορροπία που μου χαρίζεις να σταθώ μπροστά στο αύριο δυνατός ύστερα από την αδυναμία και την αίσθηση του θανάτου που ένοιωσα το Μάρτη θυμήσου, θυμήσου αγαπημένη κείνες τις μέρες. Τότε που προσπαθώντας κάτι  έφτασα χωρίς πρόνοια αλλά και από άγνοια στο τέλος. Πως άντεξα κι ακόμη περισσότερο εσύ πως άντεξες;

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Μέρες Ιούλη 78...

Η βάρκα κίνησε απαλά γλιστρώντας στη γαλαζοπράσινη απεραντοσύνη και μένα πιστό οραματιστή σου. Και πως στ’ αλήθεια να σε κάνω δική μου σε τούτα τα ξένα τα μέρη που φοβάμαι μήπως τυχόν γοητευθείς κι αγαπήσεις πιότερο τα βράχια και το κύμα από μένα, μήπως δοθείς στον εκστασιασμό που θα σου χαρίσουν οι συγκινήσεις του καινούργιου τρόπου ζωής, και γω γίνω καθημερινότητα και ρουτίνα για σένα.
Ζωγράφισα μια βάρκα στη σκέψη, εδώ μπροστά στο άνοιγμα του λιμανιού και τη βάφτισα το δικό σου όνομα με χρώματα βγαλμένα από την ανάγκη. Κανείς δεν τα ξέρει τούτα  τα χρώματα αν δεν τον σφίγγει ή έγνοια και δεν τον ποτίζει η αγάπη με τα δικά της μαγικά φίλτρα. Κι ύστερα άνοιξα πανιά τρέχοντας και στη γεύση της αρμύρας που πότιζε το στόμα ανακατωμένη με τον ιδρώτα φτιάξαμε την πορεία μας ενάντια στην καθημερινή φροντίδα και σαλπάραμε. Φύγαμε για την πατρίδα που νοσταλγήσαμε και προσμέναμε έστω και ναυαγοί να βρεθούμε αγνάντια στην αλήθεια του ονείρου μας. Προσπεράσαμε απαλά τα δύο σφιχταγκαλιασμένα νησάκια και τραβήξαμε ευθεία, ένα άλλο νησί μας έκοβε τον δρόμο τώρα. Χοντροκομμένο και ψηλό κι αυτό τόλεγαν Παχιά οι ψαράδες και πέρα απ’ αυτό η Μακριά. Το άλλο νησί.
Αναζητώντας κάποιο θρίαμβο γυρίσαμε ανέμελοι στο μικρό λιμανάκι, ενώ μακριά δέσποζε αγέρωχος ο βράχος της Παναγίας. Και πίσω στην απέναντι μεριά η Σαντορίνη. Είναι δοσμένα όλα εδώ σε ένα δικό τους μέτρο σε μια δική τους έκφραση που μπορείς όμως να αφομοιώσεις γοητευτικά κι αβίαστα. Σωστά στην τελευταία έκφραση. Ας είναι..
Ξεκίνημα καινούργιο πρέπει για να μην σκουριάσει η τελευταία έννοια και γίνει ανάμνηση κάθε επιθυμία.

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Ανάφη 1 Ιουλίου 1978..

Προσπαθώντας την ηρεμία σε τούτο το απόμακρο νησί των Κυκλάδων, προσπαθώ να στεριώσω τούτες τις λέξεις σ’ένα νόημα ολοκληρωμένο, για να φέρνουν στη θύμηση την αλήθεια μιας ζωής, που διαμορφώθηκε όπως αυτή ήθελε στα 25 χρόνια μου.
Ας είναι..
Προσπαθώ λοιπόν να δαμάσω τούτες τις ώρες και να νιώσω πιο έντονη την αίσθηση κάθε αγαπημένης έννοιας να με πλαισιώνει γοητευτικά, σε τούτη τη γαλήνια ακτή που το περιεχόμενο της θέας της είναι τόσο όμορφο.
Δυό τρία καΐκια ξεψαρίζουν και καθαρίζουν τα δίχτυα τους, υπομονετικοί οι ψαράδες, κάτω από καυτό ήλιο δοσμένοι ολόψυχα στο έργο τους στην κάψα της μέρας.
Κοιτάζω λεύτερα κι αβίαστα τούτη την έκφραση της δικής τους ζωής της ιδιόμορφης δημιουργίας και τολμώ νοερά να μπω στον κόσμο τους και να ζήσω ανέλπιστα την κάθε συγκίνηση. Το ήρεμο παραγάδι, το κουραστικό δίχτυ την παιχνιδιάρα συρτή και όλα τ' άλλα. Δοσμένα σήμερα στο υπαρκτό μέτρο της ανάγκης που πλαισιώνει γοητευτικά κάθε πτυχή μιας ζωής που παραλίγο τρεις μήνες πριν να χαθεί. Ένα ελαφρύ κύμα παίζει απαλά με τα βράχια της σκάλας και νανουρίζει τις μικρές βάρκες. Πόσο απαλά....
Προσπαθώ λοιπόν τούτες τις ώρες να χαλινέψω τη συναισθηματική ένταση να καβαλήσω δυναμικά κάθε αφρό απ’ το κύμα και γλυκά γλυκά να σμίξω την απόσταση που χωρίζει κάθε τι όμορφο και ποθητό από μένα.
Να χαθώ στην γαλήνια ηρεμία κάθε μπουνάτσας και να παίξω με τα αφροκύματα. Πιστός και γω μαζί με το πολύχρωμο λεφούσι κάθε ξένου που αποζητώντας την ηρεμία σε μια γωνιά χαρούμενη και ευπρόσδεκτη για κάθε κούραση άγχος και αγωνία γύρω απ’ το αναθεματισμένο χθες ή το γεμάτο ελπίδα αύριο.

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Editorial....

Μετά από αρκετό καιρό σιωπής και μετά από περισσότερο καιρό περίσκεψης θα παρακολουθήσουμε το οδοιπορικό ενός από μας που στα μέσα της δεκαετίας του 70 που καταγράφει σαν μιά αλληγορία τις σκέψεις τις αναζητήσεις σαν ημερολόγιο. Πολλοί θα θυμηθούν και λιγότεροι θα συνοδοιπορήσουν. Ομως κάθε ένας μας θα δεί την αγωνία και την ελπίδα..

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Η "Αναπαράσταση"

Τέλος του 70, κι η συντροφιά της πλατείας αποφάσισε τη βραδινή της έξοδο όπως άλλωστε τα περισσότερα βράδια με σκοπό να παρακολουθήσουμε μια ταινία και στη συνέχεια αν έφτανε το χαρτζιλίκι να περάσουμε απ’ τον Ξενύχτη στη στροφή για πατσά, ή για βραδινό καφέ στου Παπασπύρου. Η απόφαση για σινεμά  στόχευε το βράδυ εκείνο προς την Καλλιθέα, κάποιο από τα σινεμά εκεί γύρω στην πλατεία Δαβάκη έπαιζε κάποια ταινία της εποχής. Φύγαμε περπατώντας και σαχλαμαρίζοντας, τι ήταν άλλωστε την εποχή εκείνη το περπάτημα. Φτάσαμε στην πλατεία και παρατηρούσαμε τις λεζάντες απ’ τις ταινίες που παιζόντουσαν. Σε κάποιο σινεμά στον παράλληλο δρόμο προς τη Θησέως, δεν θυμάμαι πως το έλεγαν, η λεζάντα έγραφε, «Αναπαράσταση». Αποφασίσαμε κατά πλειοψηφία να μπούμε οι περισσότεροι με βαριά καρδιά. Οι πρώτες σκηνές της ταινίας άρχισαν να ενισχύουν την γκρίνια εκείνων που δεν ήθελαν να μπούμε, όμως κάπου άρχισε να διακρίνεται μια λανθάνουσα ομορφιά και γρήγορα άρχισε η ανοχή να γίνεται ενδιαφέρον και το ενδιαφέρον καθήλωση και όλη η διάθεση για καλαμπούρι έφυγε μπροστά στο εξαιρετικό έργο που ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια μας. Αυτή ήταν η πρώτη μας επαφή με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και το έργο του. Η Αναπαράσταση ήταν μια  φωτεινή αχτίδα  στην πνευματική δημιουργία της εποχής εκείνης. Το απότομο σταμάτημα της ζωής και της δημιουργίας του μας στερεί πολλές ακόμη «αναπαραστάσεις»..

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Τα Θεοφάνεια..

Από βραδύς δεχόμασταν σαφείς και αυστηρές εντολές να είμαστε νηστικοί γιατί την άλλη μέρα θα έπρεπε όχι μόνο να πιούμε αγιασμό αλλά να πάμε να τον πάρουμε και να τον κουβαλήσουμε. Πόσο πιστοί στις εντολές μέναμε είχε να κάνει με την ηλικία και βεβαίως με τις επιλογές που είχαμε. Μικρότεροι αναγκαστικά είτε από φόβο είτε από ανάγκη τηρούσαμε το έθιμο. Αργότερα καθώς η δεκαετία του 60 έσβηνε για πάντα, οι δεσμεύσεις χαλάρωσαν μέχρι που αντικαταστάθηκαν από τις επιλογές του καθενός μας.
Οι επιλογές σε ποια εκκλησία θα πηγαίναμε στην αρχή ήταν περιορισμένες. Με το σχολείο σίγουρα θα πηγαίναμε στην Αγία Φωτεινή στην Νέα Σμύρνη, αλλά σχολείο δεν είχαμε, οπότε έμενε η Παναγίτσα στο Φάρο και ο Αι Γιώργης. Στην Παναγίτσα ελάχιστες φορές πήγαμε κυρίως όταν η παρέα της γειτονιάς είχε περισσότερες συμμετοχές από τα παιδιά του Φάρου. Κι έτσι έμενε ο Αι Γιώργης όπου συναντιόμασταν σχεδόν όλοι γύρω απ’ την εξέδρα του αγιασμού, κρατώντας στα χέρια τα γυάλινα δοχεία και περιμένοντας να τελειώσει ο αγιασμός και να αρχίσουν να μοιράζουν νερό απ’ την εξέδρα στα προτεταμένα δοχεία. Στην εξέδρα δυό φίλοι, παπαδάκια, έμοιαζαν να έχουν εξέχουσα θέση στο γίγνεσθαι της ημέρας, και πολλοί από μας αισθανόμασταν ιδιαίτερη υπερηφάνεια που οι φίλοι μας πλαισίωναν την θρησκευτική ηγεσία της εκκλησίας. Όταν δε έπαιρναν αγιασμό για να τον μοιράσουν τότε πιά φαίνονταν τελείως ξεχωριστοί και αισθανόμασταν κάποιο δέος στη δραστηριότητα εκείνη. Τα δοχεία που προτείνονταν για γέμισμα είχαν δυό χαρακτηριστικά όσον αφορά την ευκολία γεμίσματος, εκείνα που είχαν ανοιχτό στόμιο και γέμιζαν εύκολα κι εκείνα που είχαν στενό στόμιο και αργούσαν να γεμίσουν και είχαν τον κίνδυνο να γίνει μούσκεμα εκείνος που το κρατούσε παρόλες τις προσπάθειες που κατέβαλαν τα παπαδάκια να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Νομίζω όμως ότι οι μπαγάσηδες έδειχναν καμιά φορά υπερβολικό  ζήλο ιδιαίτερα όταν έβλεπαν κάποιο φίλο ή κάποια γειτόνισσα που δε χώνευαν και έριχναν αρκετές ποσότητες αγιασμού στα δοχεία, στα μανίκια ακόμη και στα κεφάλια. Να γκρινιάξεις ήταν αμαρτία να τους βρέξεις και σύ σχεδόν αδύνατο έτσι μαζεύαμε τα βρεγμένα μας και επιστρέφαμε με τον αγιασμό και την εμπειρία της απόκτησής του. Αργότερα που έπαψαν να είναι παπαδάκια , και συναντιόμασταν πιά αντί στον Αι Γιώργη, στο μπαράκι της πλατείας μας ομολογούσαν  τις αστοχίες τους στο μοίρασμα του αγιασμού και υπομειδιώντας κατονόμαζαν τους βρεγμένους που «κατά λάθος» βράχηκαν.