Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Καλή Χρονιά...

Παγωμένο πρωινό, ντυμένοι με τα πιό βαριά μάλλινα ρούχα που είχαμε, με τα γάντια στα δάχτυλα και το σιδερένιο τρίγωνο, οι μύτες κόκκινες, το ίδιο και τ' αυτιά καπέλο δεν φοράγαμε γιατί δεν ήταν της μόδας κι ύστερα δεν ήμασταν βουτυρόπαιδα, όλη μέρα παίζαμε μπάλα στις αλάνες, στης Μήτσενας, που αν και γκρίνιαζε ήταν καλή κατά βάθος, στης Σαρδέλενας, που ήταν "κολόγρια", όταν μας έπιανε τη μπάλα μας την κατέστρεφε , κι είχε ένα γυιό με μουστάκι μαυριδερό που τον φοβόμασταν όλοι. Σ' αυτήν κανείς δεν είχε τολμήσει να πει τα κάλαντα. Μιά φορά περιμέναμε να δούμε αν θα πάνε παιδιά από άλλη γειτονιά που δεν την ήξεραν να της τα πουν. Δε βαριέσαι ποιός είχε καιρό γιά χάσιμο!! Ούτε τη φιλία της θέλαμε ούτε το χαρτζηλίκι της, και κανείς να μην πήγαινε  να της πει τα κάλαντα, έτσι κι αλλιώς θα μας κυνηγούσε γιά όλη τη χρονιά. Η κυρά Μαριγούλα ήταν πιό συγκαταβατική, παρότι η μπάλα πολλές φορές έπεφτε στον κήπο της και της χάλαγε τα λουλούδια, ο άντρας της ο κυρ Μήτσος που ερχόταν κάθε Κυριακή στο Φοίβο ή στον Πανιώνιο ήτανε πολύ πιό χαλαρός απέναντί μας έπρεπε όμως να κάνει και τον αυστηρό γιά να μην παρεξηγηθεί η γυναίκα του.
Η παγωνιά δεν ήταν ο πραγματικός μας αντίπαλος, οι φίλοι μας απ' τις τριγύρω γειτονιές ήταν οι πραγματικοί μας αντίπαλοι γιατί είχαμε να μοιραστούμε το πενιχρό δώρο των ίδιων νοικοκυραίων που είχαν ανοίξει τις πόρτες τους και την παραμονή των Χριστουγέννων. Τότε όποιος δεν έβγαινε να τα πει ήταν πολύ μαμόθρεφτος και στιγματιζόταν γιά όλη τη χρονιά, θα έπρεπε να κάνει μεγάλη προσπάθεια επανένταξης στις συνήθειες της πιτσιρικαρίας, και όχι πάντα με επιτυχία. Γενικά το στίγμα θα έμενε..
Οταν η ώρα πλησίαζε έντεκα κι αφού οι ομάδες έκαναν ταμείο όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στην πλατεία του Αι Γιώργη γιά σουβλάκι στο Γιώργο. Οι καλύτερες παραμονές πρωτοχρονιάς ήταν εκείνες που ξεκίναγαν στην παγωνιά και κατέληγαν στο Γιώργο. Πολλά παιδιά γεμάτη η πλατεία, δεν ξέρω αν σήμερα είναι περισσότερα ή λιγότερα, ίσως και να είναι, μιάς και δεν φαίνονται μέσα στα διαμερίσματα τους, εμείς τότε ήμασταν όλοι έξω..
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,
ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος....
Χρόνια πολλά φίλοι απ' τα παλιά και καλή αντάμωση στην πρώτη συνάντηση της νέας χρονιάς...

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Πάρτι 1970!!

Μιά παλιά φωτογραφία κιτρινισμένη απ' τα χρόνια σε ένα φιλικό σπίτι τις απόκριες του 1970. Τα χέρια μαζεμένα σε μιά γροθιά ένδειξη φιλίας που θα ήταν ζωντανή για πολλά χρόνια. Δυστυχώς από τα παιδιά της φωτογραφίας της παρέας εκείνης απ' το μπαράκι της πλατείας του ΙΚΑ στην άκρη του Νέου Κόσμου στον Αι Γιώργη, δεν είναι όλοι σήμερα μαζί μας. Τουλάχιστον όσο πορευτήκαμε ζωντανοί, η γροθιά είχε το δικό της νόημα. 

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Δεκέμβρης του 73...

Αρχές Δεκέμβρη του 73. Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου είναι κοντινά και συνάμα μακρινά. Διαλυμένοι στο Πανεπιστήμιο όσοι δειλά ξεμυτίζαμε προσπαθούσαμε να μάθουμε για κείνους που έλειπαν, κι ήταν πολλοί. Απ’ την άλλη ήταν και αρκετά μακριά μιάς και εδώ και λίγες μέρες η ζωή ξαναέπαιρνε το δικό της ρυθμό γυρίζοντας πάλι και σε όσα παραμελήσαμε τις ημέρες της έντασης. Βλέποντας τα πράγματα από τόσο μακριά σήμερα, διαβάζοντας τα σκόρπια φύλλα της εποχής ντρέπομαι να γράψω «στις μέρες του αγώνα» και αρκούμαι να γράψω τις ημέρες της έντασης, μιας και ο αγώνας εκείνος φαίνεται πως τώρα δικαιώνεται!
Πριν από λίγες ημέρες στο τέλος του Νοέμβρη μαζευτήκαμε στο σπίτι της φίλης του Μήτσου κάπου στη Γούβα όπου επ’ ευκαιρία της γιορτής της μας έδωσε στέγη φιλόξενη να αναλογιστούμε να ανασυγκροτηθούμε, να τραγουδήσουμε, να ερωτευτούμε πάλι.
Κρύο πρωινό λοιπόν του Δεκέμβρη νομίζω Παρασκευή, οι μόνοι που έπρεπε να ξεμυτίσουμε στο παγωμένο πρωί ήμασταν όσοι είχαμε εργαστήριο στη σχολή. Στην πλατεία του Αι Γιώργη το λεωφορείο περίμενε να πάρει τον κόσμο και με το δρομολόγιο των εφτά και τέταρτο να ξεκινήσει διασχίζοντας τη Ρουμπέση και στρίβοντας στη Φραντζή να πάρει τον ανήφορο στη Συγγρού και να τερματίσει τη διαδρομή του στη Ρήγα Φεραίου ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο και την Βιβλιοθήκη. Μια φευγαλέα ματιά στις αθλητικές εφημερίδες στο περίπτερο της πλατείας που ήταν κρεμασμένες, το Φως, και η Αθλητική, μια ακόμη πιο φευγαλέα ματιά στις πολιτικές, το Βήμα και την Ακρόπολη, και τον Ελεύθερο Κόσμο για να ενημερωθούμε για τα νέα που μαζί με το ραδιόφωνο ήταν οι πηγές της κρατικής ενημέρωσης. Η συνήθεια αυτή μας συνόδευε από τα μικρά χρόνια του γυμνασίου, όταν περνάγαμε και καθόμασταν να διαβάσουμε τα κατορθώματα της ομαδάρας μας όπως τα περιέγραφαν οι τοπικοί συντάκτες, και γεμίζαμε υπερηφάνεια όταν η νίκη της ομάδας συνοδευόταν από επαίνους δημοσιογραφικούς σε μια γλώσσα καλά συγκροτημένη, πολύ διαφορετική απ’ τη αγοραία σημερινή. Σήμερα οι εφημερίδες οι αθλητικές δεν τράβηξαν το ενδιαφέρον μας μιας και οι πολιτικές είχαν πρώτο θέμα την πτώση του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Το ταξίδι του λεωφορείου προς το τέρμα έκρυβε μια αδιόρατη ανησυχία, κοίταζα τριγύρω πιστεύοντας ότι θα δω κάτι να γίνεται. Η είδηση της πτώσης του δικτάτορα με είχε αναστατώσει και ήθελα να μάθω λεπτομέρειες ίσως όταν έφθανα στη σχολή να μάθαινα απ’ τους συμφοιτητές μου. Το λεωφορείο σταμάτησε στο τέρμα του. Κατέβηκα και πριν πάρω το δρόμο για την αφετηρία του επόμενου λεωφορείου έριξα μια ματιά στις εφημερίδες του περιπτέρου που ήταν ακριβώς δίπλα στο τέρμα. Η έκπληξη μου ήταν τεράστια διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας ένα πρωτοσέλιδο που με άφησε άναυδο.
«Ο τύραννος έπεσε, να πέσει και η τυραννία».
Ήταν το φύλλο της «Χριστιανικής» του γενναίου δημοσιογράφου Νίκου Ψαρουδάκη, που πάντα αιχμηρό έλαμπε με τα πρωτοσέλιδά του στη μαύρη εκείνη εποχή. Αγόρασα το τελευταίο φύλλο διαθέτοντας το ελάχιστο διαθέσιμο που είχα για τα τσιγάρα του σαββατοκύριακου, το έθαψα βαθιά στην τσάντα και πήγα στο επόμενο λεωφορείο.

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Συσσίτιο..

Μέσα της δεκαετίας του 60, τέταρτο δημοτικό σχολείο Νέας Σμύρνης στην οδό Αιγαίου και Αρτάκης, στο λόφο της δεξαμενής. Όλοι θυμούνται "τα χωράφια" το μεγάλο άκτιστο χώρο από την άκρη του Νέου Κόσμου μέχρι το λόφο στο Φάρο όπου η δεξαμενή που έστελνε το νερό σε όλη την περιοχή της Νέας Σμύρνης. Δίπλα το κτίριο της «στέγης» ανάμεσα στους μεγάλους ευκάλυπτους και ο χώρος που ήταν το γήπεδο ή μάλλον τα γήπεδα όπου στην απεριόριστη έκταση του φιλοξενούσε μεγάλες ομάδες παιδιών από τις γύρω γειτονιές. Πριν χτιστεί το σχολείο στις πολυκατοικίες στη Μάχης Αναλάτου και φύγει η μερίδα των μαθητών της κάτω γειτονιάς, πηγαίναμε όλοι στο δημοτικό σχολείο στη δεξαμενή. Το σχολείο σε ένα κτίριο με κεραμοσκεπή έμοιαζε λίγο με το εκατοστό στην Μπακνανά, και το προαύλιο χωριζόταν με τη μάντρα από τον ελεύθερο χώρο εκεί που είναι σήμερα το κολυμβητήριο και το κτιριακό συγκρότημα του Γυμνασίου, Λυκείου.
Οι μικροί μαθητές τότε χωρισμένοι κατά τάξη δεξιά τα αγόρια αριστερά τα κορίτσια, και στο διάδρομο μπροστά ο καλύτερος μαθητής της έκτης που έκανε την προσευχή και αμέσως μετά ο επιστάτης με τη γυναίκα του την κυρά Βαγγελιώ, πέρναγαν και μοίραζαν ένα κομμάτι κίτρινο τυρί, ένα ποτήρι γάλα παρασκευασμένο από σκόνη, όσοι είχαν έξη δεκάρες για να αγοράσουν και ένα κουλούρι έτρωγαν αρχοντικά. Το συσσίτιο λοιπόν που δειλά δειλά ξαναρχίζει να φαίνεται πενήντα χρόνια μετά έχει την προϊστορία του, και η γενιά η δική μας που το γνώρισε για λίγο, ξαναβλέπει έκπληκτη μετά από τόσα χρόνια που η ίδια αυτή γενιά είναι στην εξουσία να ξαναφτάνει, ναι το συσσίτιο, σαν τις ερινύες σε μια σύγχρονη κατά τα άλλα Ευρωπαϊκή χώρα.
Κατάντημα….

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

Νοέμβρης του 73..

Οδός Μπακνανά και Μάχης Αναλάτου. Κινηματογράφος Νάσιοναλ, και δίπλα του στο ίδιο κτιριακό συγκρότημα η καφετέρια «Ακαπούλκο». Νοέμβρης του 1973 και η καφετέρια έχει γίνει το στέκι μεγάλου αριθμού εικοσάρηδων της εποχής εκείνης σε όλα τα επίπεδά της, και ήταν τρία. Στο απάνω στο μπαρ, και στο κάτω στην ησυχία πάντοτε υπήρχε κάποιος που περίμενε. Στάθης νομίζω λεγόταν ο μπάρμαν, σερβιτόρος και γενικά το «παιδί» του μαγαζιού, που δεν ήταν καθόλου παιδί μιάς και ήταν πάνω από τριάντα. Πάντα βλοσυρός υπηρεσιακός όμως δύσκολα μπορούσε να αποφύγει τα πειράγματα και την καζούρα. Η κατάληψη της θέσης δεν προϋπόθετε και παραγγελία καφέ επειδή τα οικονομικά δεν ήταν για τέτοιες σπατάλες.
Το λεωφορείο ήταν το 29/54, που έκανε τη διαδρομή Άνω Νέα Σμύρνη – Γαλάτσι, Ήταν το λεωφορείο που μας έδινε πρόσβαση στην Πατησίων σε αντίθεση με το 112 του Αϊ Γιώργη που σταμάταγε στη Ρήγα Φεραίου ανάμεσα Πανεπιστήμιο και Βιβλιοθήκη. Καθόμασταν στο δρόμο μπροστά στο περίπτερο και γεμάτοι έξαρση κανονίζαμε την πορεία μας προς το κέντρο που χτυπούσε η καρδιά των γεγονότων, ήδη ο Θόδωρος και ο Νίκος ήταν στο Πολυτεχνείο από την πρώτη μέρα. Χτές που βγήκε ο Νίκος για λίγο, πέρασε από το μπαρ για καφέ και τη σχετική ζύμωση και κανονίσαμε οι υπόλοιποι το δρομολόγιο. Οι δρόμοι άδειοι, μια παγωμάρα υπήρχε παντού και τότε παρατηρήσαμε στο λεωφορείο που πέρναγε τα πρώτα συνθήματα που ήταν γραμμένα απάνω του. Στο επόμενο λεωφορείο ήταν κολλημένα και αυτοσχέδια συνθήματα με σελοτέιπ,  που έγραφαν τα πολλά γνωστά συνθήματα που ακούγονταν κι απ’ το ραδιόφωνο, και είχαν γεμίσει την Πατησίων. Ο οδηγός κάνοντας τον ανήξερο υπομειδιούσε και έδειχνε να απολαμβάνει το ρόλο του ταχυδρόμου των συνοικιών, του ταχυδρόμου που κουβαλούσε τα μηνύματα που έβγαιναν τριγύρω από το Πολυτεχνείο καθώς το λεωφορείο του περνούσε μετά δυσκολίας ανάμεσα στο πλήθος που είχε καταλάβει το δρόμο. Και τα συνθήματα σιγά σιγά έπαιρναν τη μορφή graffiti στα επόμενα λεωφορεία και έδιναν το σύνθημα, όλοι κάτω.   

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Εκδρομή στο Πήλιο 1971

Ενα μέρος της παρέας της πλατείας βρέθηκε από το πουθενά στο Πήλιο.
Μιά φοβερή ιστορία εκδρομής χωρίς δραχμή στην τσέπη.
Ωραία χρόνια!!

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

Ο Πρίμο Καρνέρα..

Ψηλός με ίσιο μακρύ μαλλί πασαλειμμένο με brylcream με φράντζα μπροστά στο μέτωπο που την τίναζε με τρόπο πολύ εξεζητημένο, κάνοντας ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση, επαγγελματίας στην κεντρική αγορά στην Αθήνα, στον τομέα κρέατα, δουλειά που μακρά απείχε από τη δική μας αργόσχολη φοιτητική ημέρα εμφανιζόταν το απογευματάκι στο μπαράκι ντυμένος με την καμπάνα του το στενό του πουκάμισο με ανοιχτά κάμποσα κουμπιά στο στήθος και έτοιμος να μιλήσει για ροκ μουσική για τον αγαπημένο του την εποχή εκείνη Joe Cocker.
Καθόταν λίγο στο μπαράκι έπινε στα γρήγορα ένα καφέ, κοίταζε να βρει παρέα για τις δικές του βραδινές επιδρομές πάντα σε χώρους ροκ, σε ντίσκο σε πάρτι, και πιο σπάνια σε συναυλίες. Οι συντροφιές του αδιάφορες όποιον εύρισκε διαθέσιμο για έξοδο τον χρησιμοποιούσε, ιδιαίτερη αγάπη είχε με το Μανωλάκη το «γιατρό» ένα μικρό σε ηλικία μεγάλο όμως στο «δέμας» τακτικό θαμώνα της πλατείας που ήταν πάντα εύκαιρος, καλόβολος και με καλή αίσθηση χιούμορ για την ηλικία του. Μετά λοιπόν τον καφέ φυγή στα γρήγορα με ένα χαιρετισμό γρήγορο σνομπ, «Joe Cocker φεύγω με χάνετε!!»..

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Αντίο φίλε..

 Με ιδιαίτερη συγκίνηση πληροφορηθήκαμε από τους παλιούς συμμαθητές του την απώλεια του Κώστα Παραλίκα. Συμπαίκτης με πολλούς από μας στα τσικό του Φοίβου, αργότερα στην εφηβική και στη μεγάλη ομάδα του Θριάμβου, συμμαθητής με πολλούς στο Εκτο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, Νεοκοσμίτης και φίλος με όλους μας στην πλατεία του ΙΚΑ τα χρόνια εκείνα. Πάει να βρει τον Παναγιώτη, τον Αντρέα, το Γιάννη, να ξαναφτιάξουν την ομάδα εκεί που είναι. Να ξαναμπούν στο γήπεδο, τότε που οι μεγαλύτεροι συμπαίκτες  με αγάπη τους έλεγαν "τα στυλάκια"..
Αντίο φίλε!!

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Ένας ακόμη φίλος!!!

Ανάμεσα στην συντροφιά στο μπαράκι της πλατείας ήταν κι ένας ξεχωριστός θαμώνας ο οποίος είχε γίνει αποδεκτός από όλους μας, και αποτελούσε κομμάτι της απογευματινής συντροφιάς. Ο ξεχωριστός αυτός θαμώνας είχε γεννηθεί με σύνδρομο Down, την Μογγολοειδή λεγόμενη ιδιωτεία. Γεννημένος στη γειτονιά ζούσε στο πατρικό του σπίτι κάπου προς την Αλίντα με τη μητέρα του. Μεγαλωμένος στις χωματένιες αλάνες γύρω απ’ το γήπεδο του Φοίβου, έχοντας προσχωρήσει με το ξεχωριστό του ιδίωμα στις παρέες των πιτσιρικάδων είχε αποκτήσει μια συμπεριφορά ανάλογη των υπολοίπων μόνο που η συμπεριφορά αυτή είχε τα χαρακτηριστικά τα δικά της. Η ηλικία του την εποχή εκείνη γύρω στα τριανταπέντε η συμμετοχή του όμως στα δρώμενα καθημερινή και πλήρης. Έπαιζε μπάλα αν και για λίγο γιατί κουραζόταν, ιδιαίτερα στην πλατεία πριν την σκεπάσουν με άσφαλτο, ερχόταν σινεμά μαζί με όλους μας και το εισιτήριό του ρεφενέ, όχι σε όλους τους κινηματογράφους, γιατί σε πολλούς της γειτονιάς , Αλίντα, Όαση, Ευρώπη, μέχρι και στο Πανελλήνιο και στον Πρωτέα στο Κουκάκι, εκείνοι που έλεγχαν τα εισιτήρια τον ήξεραν και τον άφηναν να μπαίνει έτσι. Τις Κυριακές στο γήπεδο απ’ το πρωί με διάλλειμα το μεσημέρι να πάει σπίτι για φαί, στον Πανιώνιο τα μεσημέρια τα Κυριακάτικα όταν δεν είχε ενδιαφέρον στο Φοίβο, το εισιτήριο ρεφενέ, αν και τις περισσότερες φορές τον άφηναν έτσι χωρίς εισιτήριο να περνάει, μια και τον είχαν μάθει ή του κόβαμε τα περίφημα «φοράκια» εκείνα τα εισιτήρια που πλήρωνες μόνο το φόρο. Η συμμετοχή του ήταν πάντα ισότιμη. Προσπαθούσε με τις περιορισμένες πνευματικές του δυνατότητες να ανακαλύψει που είναι το αστείο στην ταινία και να γελάσει και παρακολουθούσε τους γύρω του πότε γελάνε για να γελάσει κι ο ίδιος, καμιά φορά γελούσε μόνος του σε στιγμές άσχετες προκαλώντας το γέλιο της παρέας. Βγαίνοντας απ’ το σινεμά προσπαθούσε να μετέχει των συζητήσεων για την ταινία δημιουργώντας απίστευτες καταστάσεις. Στο γήπεδο με τους υπόλοιπους έβριζε κανονικά, πανηγύριζε, μόνο με διαφορά φάσης επειδή η βραδυγλωσσία του τον έκανε να συνεχίζει της εκδηλώσεις του αφού οι υπόλοιποι είχαν κάτσει στην εξέδρα κι αυτός μόνος του όρθιος συνέχιζε να βρίζει τον διαιτητή, όταν καθόταν κοίταζε τριγύρω να δει αν τον επιδοκιμάζουμε!!
Ντυμένος με το σκούρο σακάκι του με το τσιγάρο (τράκα) στραβά στο στόμα και τα χέρια στις τσέπες κατέβαινε με το κεφάλι σκυφτό και αν τον χαιρέταγες σε προσπερνούσε λέγοντας ένα «γκγκγκγιιιιά», έχοντας υιοθετήσει μια πολύ σνομπ συμπεριφορά μέχρι όμως να καθίσει. Αφού καθότανε όλοι συνεννοημένοι έλεγαν μεταξύ τους « ρε σεις σήμερα είναι πολύ βαρύς μη του μιλάτε και βρούμε το μπελά μας!!» και δεν του μίλαγαν. Στην αρχή του άρεσε έκανε το κομμάτι του μετά όμως που ήθελε τσιγάρο και καφέ, έσπαγε λίγο τη μαγκιά πλησίαζε στην παρέα και άρχιζε η πλάκα.
Κατά καιρούς έκανε το σερβιτόρο στο μπαράκι όπου αναλάμβανε να κουβαλάει τα πιατάκια με τα γαλακτομπούρεκα. Εκείνο δε που τον ερέθιζε και τον προκαλούσε ήταν το σκύψιμο μπροστά του. Αν έσκυβε κάποιος μπροστά του και αρκετοί το έκαναν για πλάκα τους έπιανε με άκρως σεξουαλική πρόθεση. Βέβαια μόλις σηκωνόντουσαν και τον μάλωναν με ύφος ένοχο έλεγε «ντντντάξξξει ρε ρε ρε»!
Όλοι τον αγαπούσαμε και κάναμε μαζί του πλάκες σαν να ήταν ένας από μας. Άλλωστε τα χρόνια εκείνα ήταν ένας από μας. Πολλές απ’ τις εκφράσεις του έμειναν ανάμεσά μας ακόμα και τώρα που συναντιόμαστε στις τακτικές συναντήσεις της πέμπτης στο γνωστό ταβερνάκι. Η μνήμη του άκακου αυτού ανθρώπου που πάσχιζε με τα όποια φυσικά μειονεκτήματά του να είναι κομμάτι της συντροφιάς, θα συνοδεύει πάντα τα βήματα μας, όσες φορές θα μας φέρνουν εκεί που περάσαμε μερικά απ’ τα καλύτερά μας χρόνια.

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Για όλα τα αλάνια εκείνης της εποχής.....

Η πλατεία στην δεκατία του 60. Χώμα, στημένο σεντόνι το καλοκαίρι για ελεύθερο cinema. Γεννήθηκα το 1950 και μεγάλωσα πίσω απο το cine Αλίντα.Τις πιό ωραίες στιγμές της ζωής τις πέρασα απο την Ρουμπέση μέχρι την πλατεία του ΙΚΑ. Τι να πρωτοθυμηθώ? Το ξύλινο τοιχείο του Φοίβου που τις Κυριακές είχε 4 παιχνίδια που ξεκινούσαν στις 9 το πρωί και τέλειωναν στις 5 το απόγευμα? Του  Θόδωρου τα ποδοσφαιράκια, και όχι σφαιριστίρια έτσι τα ξέραμε εμείς? Τον Λάκη Λίσκα,τον Γιώργο Οικονόμου, τον Σπύρο Αναγνωστόπουλο,τον Νίκο Λίσκα,τον Μάκη τον γιατρό, και το θεικό jukebox!!!!Αρμένικα πολυκατοικίες απο τσίγκους και ελενίτ, σκέτο Madison Square Garden. Αλλά τα σουβλάκια από άλλο πλανήτη (άπαιχτα) τιμή 1,5 δραχμή.
Προσφυγικά Αγιο Σώστης, άλλη ιστορία και εκεί. Τρέχαμε όλοι οι γαμπροί εκεί, για καμιά πεθαμένη. Είχα μία που την έλεγαν Αγγελική. Αλλά η θεά ήταν η Ευα. Που πέρναγε έξω απο το καφενείο του Δερμέτζου του (Αλογομούρη),και μας έτρεχαν σε όλους τα σάλια. Α! ξέχασα να σας πω ότι ο Λυρης και ο Δερμέτζος ηταν οι γόηδες της περιοχής. Ο Τεο όταν μιλούσε στο τηλέφωνο με τις γυναίκες τις στόλιζε αλα γαλλικά, θέλαμε να γελάσουμε αλλά δεν μπορούσαμε για να μην μας χώσει τίποτα μπινελίκια και σε εμάς. Αλλά πάντοτε θα λέω ότι με όλους μας ήταν κύριος με Κ κεφαλαίο.

ΥΓ. Εφυγα το 1973 για την Σκωτία και την μεγάλη ζωή, Tull, Zepelin, Stones, Who, Floyd. Επιστροφή 1989 καλά να είμαστε.

Αθανάσιος Ψαρράκης

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Στο Αλσος Νέας Σμύρνης..

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Τα "γεροντοκαμάκια"

Ας επιστρέψουμε πάλι στην εποχή εκείνη, να δούμε και μια άλλη κατηγορία καμακιών τα λεγόμενα γεροντοκαμάκια.
Το σπορ αυτό δεν θα μπορούσε να μείνει προνομιακά στη νεαρή ηλικία μιας και οι ευκαιρίες ήταν τόσες πολλές που θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν μεγάλη μερίδα αντρικού κόσμου που έβλεπε πόσο ευκολότερο είναι να έχεις γυναίκα από το να έχεις μόνο μια. Οι πειρασμοί πολλοί, το προσφερόμενο όμως προϊόν έστω και σιτεμένο πρέπει να εξέπεμπε κάτι. γιατί πάντα υπήρχε περιθώριο. Οι πραγματικά άξιοι και οι καρικατούρες συνιστούσαν την ομάδα των κάποιας ηλικίας καμακιών. Οι μεγάλοι που δεν εγκατέλειψαν ποτέ το σπορ, και την εποχή αυτή βρήκαν την ευκαιρία να το τελειοποιήσουν και να το οδηγήσουν σε πολύ υψηλά επίπεδα. Οι άλλοι απλά το γελοιοποιούσαν. Ο στόχος των καμακιών της κατηγορίας αυτής ήταν οι κυρίες μικρομεσαίας ηλικίας, ίσως και μερικές εξαιρετικά προκλητικές της μεσαιομεγαλύτερης. Εδώ οι απαιτήσεις ήταν λίγο διαφορετικές. Η ποιότητα έμπαινε σε λίγο μεγαλύτερη δόση γιατί σημασία είχε και το μετά. Στην ηλικία τη δική μας το μετά ίσως δεν είχε τη σημασία που θα αποκτούσε με την πάροδο των χρόνων. Το ένστικτο ήταν πιο δυνατό κι η ποιότητα υποχωρούσε μπροστά στην ανάγκη. Στην μεσαία ηλικία το καλό καμάκι έπρεπε να πείθει και για το μετά μιας και η δράση είχε τις δικές της σταθερές και οι στιγμές της αποφόρτισης και επαναφόρτισης έπρεπε να είναι εξίσου συναρπαστικές. Εδώ ξεχώριζαν οι πραγματικοί «ιδεολόγοι», εκείνοι που ήξεραν τι ακριβώς ήθελαν και πώς να το πάρουν από εμάς τους νεαρότερους που κατά βάση μας ενδιέφερε να πάρουμε.   Η εμπειρία της ζωής διαμορφώνει άλλα αξιακά πρότυπα σε όλους τους τομείς της  πολύ δε περισσότερο στον τομέα αυτό. Το καμάκι της μέσης ηλικίας είχε μια τελειότητα και μια αρμονία που συνόψιζε το ζητούμενο στη μεγάλη κατηγορία των ανερχόμενων του αθλήματος. Ας μην ξεχνάμε πως η ίδια η ζωή με τις διαφορετικές της εκφράσεις φτιάχνει την δυνατότητα για μια καλή πορεία τις σκοτεινές εποχές του χειμώνα στο  μικρόκοσμο της πόλης που κατά βάση αποτελεί το χώρο που θα κινηθούμε τις πιο πολλές εποχές της ζωής μας ίσως ολόκληρης της ίδιας μας της ζωής.   

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011

Λίγο ακόμη καλοκαίρι..

Η βραδινή δουλειά σαν τέλειωνε, μας έστελνε με την Γερμανίδα φίλη μου, ξημερώματα στο σπίτι ένα «room to let», με δυό πολύ κοινά μονά κρεβάτια που βρίσκονταν ενωμένα, με τα σεντόνια πάντα ακατάστατα, και τα λιγοστά μας καλοκαιρινά υπάρχοντα ατάκτως ερρειμένα. Ένα δροσερό ντους έδιωχνε  τον ιδρώτα της δουλειάς προκειμένου να είναι καθαρή η τελευταία πράξη του 24ώρου, και ο νέος ιδρώτας να είναι κοινός ανάμεσα στους δυό μας. Το ξύπνημα τεμπέλικο μετά από ένα χορταστικό ύπνο μετά το μεσημέρι, και πριν διώξουμε το βραδινό ιδρώτα φροντίζαμε να τον φρεσκάρουμε για κάμποση ώρα, να τον διώξουμε με ένα καινούργιο λουτρό και να βγούμε σε αναζήτηση ανοιχτού μαγαζιού για να φάμε. Την ώρα αυτή του απομεσήμερου  κανείς δεν μπορούσε να μιλήσει για πρωινό και οι επιλογές ήταν δύο. Αν ήθελε κάποιος να φάει μετά τις τρεις το μεσημέρι, έπρεπε να έχει προσωπική γνωριμία με τους ιδιοκτήτες τριών τεσσάρων μαγαζιών ή έπρεπε να πάμε στις παραλίες όπου υπήρχε ανοιχτό μαγαζί για φαγητό. Πολλές φορές προτιμούσαμε να μείνουμε στη Χώρα όπου αν βρίσκαμε ανοιχτό μαγαζί  απολαμβάναμε ένα τυπικό φαγητό «μια σαλάτα μια μπριζόλα και μία “cheese” καθώς και ένα ποτήρι μπύρα».
Επειδή σπάνια βρίσκαμε την ώρα αυτή  ανοιχτό τον Άρη, κι επειδή ο Λευτέρης μόνο κανένα αυγό μπορούσε να φτιάξει, αποφασίζαμε να τρώμε σε ένα μικρό ταβερνάκι της κυρά Άννας ψηλά κοντά στην εκκλησία του Αγ. Χαράλαμπου, όπου ήμασταν οι μόνοι πελάτες την ώρα εκείνη και η ταβέρνα διημέρευε... Η κυρά Άννα πρόθυμη μας τηγάνιζε νοστιμότατους κεφτέδες απροσδιόριστης σύνθεσης, και μας έφτιαχνε μια πολύ πλούσια «Greek salad» . Μέχρι να έρθει το φαγητό απολαμβάναμε μια μπύρα, και δεν χάναμε την ευκαιρία να προβούμε σε περιπτύξεις κάτω απ΄το τραπέζι. Ένα μεσημέρι περιμένοντας το σερβίρισμα παρατήρησα το γιό της κυρά Άννας, δεκαπέντε περίπου χρονών μελαχρινό με σγουρά μαλλιά και κάμποσες τρίχες στο πάνω χείλος, προάγγελος ενός σπουδαίου μελλοντικού μουστακιού,  πίσω απ΄το ψυγείο να κοιτάζει λαίμαργα το τραπέζι μας και μάλιστα κάτω απ’ αυτό. Τον κοίταξα και κόκκινος από ενοχές έφυγε απ΄τη θέση του για λίγο για να ξαναγυρίσει πιο αποφασισμένος. Με κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο ικεσία και συνωμοτική διάθεση, του έκλεισα το μάτι και προσπάθησα να του προσφέρω όσο περισσότερο live πρόγραμμα μπορούσα.  Γίναμε συνένοχοι στο κρυφό αυτό live show και με περίμενε πάντα τα μεσημέρια να πάω στο μαγαζί της μάνας του για να απολαύσει ο καθένας το δικό του φαγητό πάντα με την ένοχη κι απ’ τους δυό μας συμφωνία. To show τέλειωνε με τον ερχομό των κεφτέδων και ο νεαρός εξαφανιζόταν προς άγνωστη πλην προβλέψιμη κατεύθυνση.

Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

Ο Γιάννης ο μικρός..

Ο πιο μικρός της παρέας ο Γιαννάκης κατέβηκε κι αυτός με τη θρυλική «Ευαγγελίστρια» μετά από ένα μακρύ ταξίδι σαν τις ταινίες του Αγγελόπουλου. Από το κατάστρωμα του καραβιού είχε αρχίσει τις γνωριμίες στις οποίες υποσχόταν ονειρεμένη διαμονή στο νησί φυσικά με την απαραίτητη παρουσία και του ίδιου στην συντροφιά. Άσπρη στενή βερμούδα κοκκινόασπρο πουκάμισο, μαλλάκι μακρύ, όμορφο στυλ, μαθητής ακόμη στο Γυμνάσιο της Δάφνης, όλα τα προσόντα μαζί του για μια λαμπρή καριέρα στο απαιτητικό αυτό σπορ.  Όμως ενώ η αυτοπεποίθηση περίσσευε του έλλειπε ο τρόπος. Αντί να προκαλέσει την έκκριση ορμονών προκαλούσε την έκλυση γέλιου. Τα κατάφερνε πραγματικά πολύ καλά στον τομέα αυτό. Ο τρόπος του ήταν μοναδικός. Τρία καμάκια πραγματοποίησε τρία ταξίδια στον Πειραιά πραγματοποίησε συνοδεύοντας μέχρι το αεροπλάνο το κάθε καμάκι του. Θα έλεγα πως μετά την δραστηριότητα αυτή κάτι του έμεινε, και συνέχισε το ίδιο τρόπο ζωής μέχρι που παντρεύτηκε πολλά χρόνια μετά κάποιο απ’ τα καμάκια του. Κοντά στα πενήντα πέντε  του τώρα γυρίζει πίσω ψάχνοντας τον αδύνατο εκείνο νεαρό που έτρεχε πίσω από τις ξανθιές φίλες του με το μαλλάκι να ανεμίζει και την κενή τριχών τωρινή κεφαλή του να μη θυμίζει σε τίποτε την ηρωική εκείνη εποχή.
Έτσι είναι η ζωή ακόμη και για τα σπουδαιότερα καμάκια..

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Σκηνές σε ένα νησί το καλοκαίρι του 72, με την παρέα του Αη Γιώργη..

Συνεχίζω την περιήγηση σε ένα απ' τα πιό όμορφα νησιά του Αιγαίου έτσι όπως την έζησε η παρέα της αγαπημένης μας πλατείας του ΙΚΑ  του Αη Γιώργη.
Ένα πρωινό λοιπόν ήρθε κι άλλος φίλος απ’ την Αθήνα. Ο Μήτσος πολύ καλός κυνηγός στη χειμωνιάτικη πρωτεύουσα με μικρές όμως εμπειρίες στο γνήσιο Ευρωπαϊκό καμάκι.
Στο βραδινό μας στέκι λοιπόν ερχόταν κάθε βράδυ ένα κορίτσι από την Αγγλία όμορφο, δροσερό, γεμάτο ενέργεια, μίλαγε με όλους φλερτάριζε με όλους έπινε ένα δύο ποτά πάντα κερασμένα και εξαφανιζόταν όπως ακριβώς εμφανιζόταν. Το κορίτσι αυτό αποτελούσε το πλέον δύσκολο καμάκι, και ήταν το διαρκές στοίχημα για το ποιος θα το καταφέρει. Οι μέρες και οι βδομάδες πέρναγαν χωρίς να αλλάζει το παραμικρό στη συμπεριφορά της. Ερχόταν φλερτάριζε, χόρευε έφευγε.
Το βράδυ εκείνο λοιπόν ο φίλος μου ο Μήτσος αφού προετοιμάστηκε για μια επίσημη πρώτη στη νυχτερινή ζωή του νησιού, φορώντας το αλφαδιασμένο παντελόνι, το ωραίο ριγέ κοντομάνικο πουκάμισο, και πασαλειμένος με μια κολόνια “aramis” κατέβηκε κάθισε άναψε τσιγάρο πήρε μια γουλιά οινόπνευμα, και άρχισε η διαδικασία προσαρμογής στα δρώμενα. Εκστασιασμένος απ’το περιβάλλον, γοητευμένος απ’ τον κόσμο και τη μουσική, αδυνατώντας να πιστέψει πως τρεις φίλοι του «Νεοκοσμίτικου» χειμώνα, η παρέα στου Παπασπύρου και στο μπαράκι στην πλατεία του ΙΚΑ, είχε φτιάξει αυτή τη μοναδική κατάσταση στο νησί.
Τη γνωστή ώρα έρχεται με το γνωστό αέρινο τρόπο η νεαρή ύπαρξη με ελαφίσιο τρόπο φορώντας ένα μακρύ τσαλακωμένο υφασμάτινο φόρεμα κι ένα λευκό πουκάμισο πιο όμορφη παρά ποτέ. Χαιρέτισε με το γνωστό τρόπο τις γνωστές παρέες πέταξε τα σανδάλια μπερδεύτηκε με το πλήθος στην πίστα χόρεψε με όλο τον κόσμο κι άρχισε την περατζάδα απ‘ τις παρέες. Έστεκε για λίγο στα τραπέζια δεχόταν τις αγκαλιές των γνωστών, τα πειράγματα των λιγότερο γνωστών, σηκωνόταν χόρευε ξανακάθονταν και πάει λέγοντας. Με την είσοδό της ο φίλος μου εντυπωσιάστηκε και σαν να τον είδα να του περνάει η φευγαλέα σκέψη ότι πρόκειται για άπιαστο όνειρο, εντύπωση που ενισχύθηκε όταν του είπα ότι κανείς δεν ακούστηκε να την έχει.
Κάποια στιγμή πέρασε κι από μένα κάθησε στα πόδια μου και μου έδινε πεταχτά φιλιά, μουρμουρίζοντας και υποδειυκνύοντας να παίξω τη "ζαριά". Ελα να σου γνωρίσω ένα δικό μου της είπα και την πήγα στο τραπέζι που καθόταν ο φίλος μου, έριξε το βλέμμα της απάνω του και ξαφνικά έμεινε άγαλμα. Έπαθε κάτι σαν αποπληξία. Εξαφανίστηκε κάθε χαριτωμένη κίνηση. Τον κοίταζε τον ξανακοίταζε, έκατσε δίπλα του άρχισε να του μιλάει Αγγλικά εκείνος ελάχιστα σκάμπαζε. Ήταν φανερό πως κεραυνοβολήθηκε. Σιγά σιγά οι παρέες άρχισαν να την αναζητούν κι όταν κατάλαβαν τι συμβαίνει πέρναγαν και κοίταζαν το Μητσάρα με περιέργεια και θαυμασμό, τον περιεργαζόντουσαν προσπαθώντας να δουν τι ξεχωριστό είχε που αυτοκαμακώθηκε η όμορφη βραδινή μας επισκέπτρια.
Ενημέρωσα εν ολίγοις το φίλο μου περί τίνος πρόκειται, και ενώ διέκρινα απ΄αυτόν μια επιφυλακτικότητα απέναντί της και μια προσπάθεια να απαλλαγεί, τον ρώτησα γιατί την απέφευγε. Μου απάντησε πως δεν μπορούσε να συνεννοηθεί και εν πάση περιπτώσει δεν ήταν του κλίματος. Όσο μιλούσαμε και εκείνη νόμιζε πως την διώχνει τόσο πιο πιεστική γινόταν. Τελικά του είπα και συμφώνησε πως για την τιμή κάθε καμακιού δεν πρέπει να πάει χαμένο το πιο περιζήτητο κορίτσι των καμακιών του νησιού πείσθηκε και με μισή καρδιά έκανε το καθήκον του κρατώντας ψηλά τη σημαία.
Όπως κάθε πράγμα έχει και τις δυό πλευρές, ο φίλος μου δεν μπόρεσε να κάνει διακοπές όπως τις ήθελε μιας και το καμάκι του, του έγινε τσάμικος ταμπάκος και δεν έλεγε να ξεκολλήσει από κοντά του. Τι να κάνουμε φίλε αυτά έχει η γενναιοφροσύνη του "the big Greek kamaki"

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Το ταξιδιωτικό γραφείο..

Ένα πρωί πίνοντας τον καφέ μου και απολαμβάνοντας το πρώτο πρωινό τσιγάρο, βλέπω μια όμορφη Γαλλίδα να έρχεται δειλά προς το μέρος μου και αφού με χαιρέτισε ευγενικά με ρώτησε το όνομά μου. Αφού βεβαιώθηκε πως ήμουν εγώ, μου έδωσε ένα χαρτάκι που γνώρισα αμέσως τα γράμματα του φίλου μου του Γιώργου, και έγραφε «αυτή που θα σου φέρει το σημείωμα αυτό κράτα τη μέχρι να έρθω».
Κατάσταση ροκ.
Η Αννί μια καταπληκτική κοπέλα ένα όμορφο κορίτσι ένας πολύ ευγενικός άνθρωπος δέχτηκε καφέ, πήρε πρωινό μιας και ήταν νηστική από το ταξίδι, δέχτηκε τη φιλοξενία μου για τρείς ημέρες μέχρι που ήρθε ο φίλος μου. Την εποχή εκείνη βρισκόμουν με μια συμπαθητική Γερμανίδα απ’ το Ντίσελντορφ, και έτσι η Αννί βρήκε παρέα και γω λίγη περισσότερη ησυχία για να παίξω ταβλάκι με τα παιδιά. Η Γαλλογερμανική παρέα έλυσε προσωρινά κι άλλο ένα Ελληνικό πρόβλημα. Για να πω την αμαρτία μου με την προσέγγιση αυτή έβρισκα και λίγο χρόνο για μια εμβόλιμη συνεύρεση με μια ωραιότατη κοπέλα ντόπια. Ο φίλος μου κατέπλευσε ένα θαυμάσιο πρωινό του Ιούλη, χαιρετηθήκαμε, ήπιαμε καφέ εγώ κάπνισα, εκείνος όχι γιατί δεν κάπνιζε, με ρώτησε διάφορα θαυμάζοντας παράλληλα την κατάσταση, έχοντας ξεχάσει πλήρως το σύμβαμα στο τουριστικό γραφείο. Τώρα βέβαια θα έπρεπε και να του το θυμίσω και να τον συστήσω. Του έδειξα το δωμάτιό του και τον έστειλα να ξεκουραστεί. Όταν λοιπόν πήγε στο δωμάτιό του για να εγκατασταθεί, κατέβηκε έντρομος λέγοντας ότι μένει άλλος εκεί μέσα και μάλιστα γυναίκα. Με αρκετό χιούμορ του εξήγησα πως το κορίτσι αυτό το έστειλε κατευθείαν το ταξιδιωτικό γραφείο.
Το καμάκι λοιπόν του ταξιδιωτικού γραφείου στέρησε απ’ το φίλο μου την συνέχιση του σπορ μιας κι η Αννί είχε όλα όσα κάποιος θα ήθελε για τις λίγες μέρες των διακοπών. Η επιστροφή βέβαια στην Αθήνα ήταν απογοητευτική, μιας κι η μαγεία του νησιού χάθηκε δίνοντας τη θέση της στην μουντή καθημερινή σκοτεινή ατμόσφαιρα μιας πόλης που όλα φαίνονταν και ίσως ήταν δύσκολα.

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

Οι ωραίοι και οι λιγότερο ωραίοι!!

Τα στέκια όπου το καμάκι έκανε τη δουλειά του ήταν όλα εκείνα που μάζευαν το θηλυκό κόσμο του καλοκαιριού. Οι παραλίες τα εστιατόρια τα ξενυχτάδικα ιδίως αυτά. Οι παραλίες δεν ευνοούσαν όλον τον κόσμο. Υπήρχαν οι ωραίοι που είχαν συγκριτικό πλεονέκτημα, και οι λιγότερο ωραίοι που θα ήθελαν να αποφύγουν τη σύγκριση. Η κλίμακα ομορφιάς είχε μόνο δύο κατηγορίες, τους ωραίους και τους λιγότερο ωραίους. Τελεία.
Στα ταβερνάκια της παραλίας είχε χώρο και για τους κουλτουριάρηδες. Κουλτούρα βέβαια της εποχής ήταν μια κιθάρα και λίγα ακομπανιαμέντα που συνόδευαν τραγούδια του Χατζηδάκι, ας πούμε «τ΄αστέρι του βοριά» και λίγο πιο ύστερα τα γνωστά ρεμπέτικα της εποχής Μπιθικώτση, Νταλάρα, τα πιο αυθεντικά, Βαμβακάρη, Τσιτσάνη. Γρήγορα τα ταβερνάκια γίνονταν μια παρέα και ακόμη και το πιο δειλό καμάκι με λίγο κρασί και μια φτιαγμένη ατμόσφαιρα τα κατάφερνε.

Σάββατο 28 Μαΐου 2011

Η εμφάνιση...

 Ας κοιτάξουμε μερικά επιμέρους θέματα στο κεφάλαιο Καμάκι.
Το πρώτο απ’ όλα η εμφάνιση. Ο ένας με την πετσετέ κάλτσα συνδύαζε καθώς καταλάβατε την επιλογή της επαρχίας με την κουλτούρα της και την αποτυχημένη προσπάθεια παντρέματος του σύγχρονου αστικού γούστου. Η παρατήρηση αυτή ήταν χωρίς αντικείμενο γιατί την εποχή που μιλάμε και το είδος των σχέσεων που εξετάζουμε  η εμφάνιση τελικά δεν φαίνεται να έπαιζε κάποιο ρόλο στην όλη διαδικασία, και εδώ ήταν που ανατρέπονταν στερεότυπα γενεών που αφορούσαν την εμφάνιση. Φαίνεται πως το καλό και προσεγμένο ντύσιμο που έπαιζε το ρόλο του στην Αθήνα δεν έπαιζε κανένα απολύτως ρόλο στην επαφή με τις ξένες που έρχονταν στην ντίσκο τα καλοκαιριάτικα βράδια. Βέβαια όσον με αφορά, στην επίπονη διαδικασία εξέλιξης σε αξιοπρεπές καμάκι,  συνέχισα να ντύνομαι με το γνωστό φοιτητικό τρόπο την δεκαετίας του 70 και πολύ μου άρεσε, αδιαφορώντας αν έπαιζε ή όχι ρόλο στη διαδικασία του καμακιού.
Η εμφάνιση έξω από το ντύσιμο ήταν και η σωματική δομή. Όλα κατέτειναν στο να συμπληρώσουν τα κενά το ένα του άλλου προσπαθώντας να φέρουν ένα αποτέλεσμα που να αποτελεί σύνθεση προς το καλύτερο. Θα έλεγα στη διαδικασία αυτή κανείς δεν ήταν άσχημος ή κανείς δεν ήταν τόσο άσχημος που να μη μπορεί να βρει ταίρι. Κι εκεί που τον είχαν απορρίψει οι γυναίκες του κύκλου του έβρισκε τη δικαίωση στο πρόσωπο κάποιας ξένης το κριτήριο της οποίας φαίνονταν τελείως διαφορετικό από εκείνο που μέχρι τώρα γνωρίζαμε. Μαζέψτε αυτά τα επιμέρους που στο τέλος συνθέτουν την αναγκαιότητα της δημιουργίας, λειτουργίας και αποθέωσης της φοβερής αυτής εξέλιξης των πραγμάτων του τέλους της δεκαετίας του 60 και της αρχής της δεκαετίας του 70 την περίφημη αυτή την ξεχωριστή ομάδα, την αιχμή του δόρατος του ραγδαία ανερχόμενου τουρισμού, τα καμάκια. Κι όταν μαζευτούν τα επιμέρους, τότε το σύνολο που θα δημιουργηθεί θα εκπλήξει τους αναγνώστες για τη σπουδαία αυτή κατηγορία.

Σάββατο 21 Μαΐου 2011

d.j.

Το βράδυ κυλούσε ανάμεσα στους ήχους της μουσικής και στους καπνούς απ’ τα τσιγάρα. Οι παρέες είχαν από νωρίς πιάσει τα τραπέζια τους, όλοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι. Καθόμουν στη δισκοθήκη κάνοντας τον d.j. και παρακολουθούσα τον κόσμο ποιος ήταν τι ήταν τι ήθελε, προσπαθούσα να μαντέψω τα κέφια τους τις επιθυμίες τους, να μπορέσω μέσα από την ετερόκλητη σύνθεσή τους να αποφασίσω προς τα πού θα πήγαινε η μουσική. Μαζί με όλα αυτά είχα και την στενή επίβλεψη του χώρου. Έπρεπε να ενημερώνω τα καμάκια για το τι έπαιζε στο χώρο και ανάλογα να κινηθούν. Ταμείο γινόταν πάντα λίγο μετά τα μεσάνυχτα ή το πολύ την άλλη μέρα αν το θήραμα ήταν δύσκολο..

Σάββατο 14 Μαΐου 2011

Το άλλο καμάκι!

Ο   άλλος, ξάδερφος από την Αθήνα. Ανοιχτόχρωμος, με μαλλί καστανό σπαστό αρκετά μακρύ καλοξυρισμένο πρόσωπο, χωρίς μουστάκι, πουκάμισο καρό κοντομάνικο με γυρισμένα τα μανίκια εφαρμοστό σε ένα συμμετρικό σώμα όχι ψηλός με παντελόνι τερυλέν, καλοσιδερωμένο με τσάκιση, κάλτσα πετσετέ ουδέτερη και παπούτσι παντοφλέ. Λίγο πιο καλό, ή πιο οικείο look από τον ξάδερφο. Μια πρώτη εξεταστική ματιά στο χώρο. Ανίχνευση. Μια καλησπέρα. Ύστερα έρχονται κοντά στη δισκοθήκη. Πάντα ρωτούν τον d.j.  τι παίζει σήμερα, γιατί πάντα εκείνος ξέρει. Κι ύστερα κάθονται. Παραγγέλνουν ένα μπουκάλι λευκό κρασί, με δύο ποτήρια. Περιμένουν. Πάντα είχα απορία γιατί παραγγέλνουν κρασί.  Αργότερα μου λύθηκε τελικά η απορία. Όταν σταμπάριζαν εκείνο που ήθελαν έκαναν νόημα. Τότε η μουσική άλλαζε και ξεκίναγε ο sir Bithi με το “ρίξε μια ζαριά καλή» και «με φωνάζαν θαλασσόλυκο Νικόλα»,  ο Μάρκος με τη Φραγκοσυριανή, και η ατμόσφαιρα γινόταν εκστατική. Οι δύο τους ξεκίναγαν ένα απόλυτα συγχρονισμένο χασάπικο, και μετά από δύο τρείς ακόμη χορούς η ατμόσφαιρα γινόταν πολύ Ελληνική πολύ στα μέτρα των αγοριών. Μετά τα πράγματα φαίνονταν πιο εύκολα, Αφού είχαν αποσπάσει τον γενικό θαυμασμό, με ένα καινούργιο νεύμα στη δισκοθήκη, άλλαζε πάλι η μουσική και άρχιζε να παίζει ας πούμε, «riders on the storm», τότε άρχιζε η προσέγγιση. Ζήταγαν ή ζήταγε σε χορό την υποψήφια. Αν δεχόταν το πιο σημαντικό βήμα είχε γίνει. Ύστερα κάθονταν στο ίδιο τραπέζι, να λοιπόν που το μπουκάλι το κρασί ήταν καλά σχεδιασμένο να βρίσκεται στο μέσο της παρέας, και μάλιστα το μπουκάλι είχε κομψό σχεδιασμό και το κρασί ήταν πάντα λευκό με ένα εξαιρετικά διάφανο χρώμα και μια φίνα γεύση. Πραγματικά ήταν ένα εξαιρετικό σαββατιανό Παλλήνη λεγόταν από το κτήμα Πέτρου. Το τρίτο ή και το τέταρτο ποτήρι έρχονταν, και στο δεύτερο μπουκάλι όλα είχαν πάρει το δρόμο τους.
Οι χαρούμενοι «κυνηγοί» έφευγαν αγκαλιά με τα κορίτσια, έτσι απλά.

Πέμπτη 12 Μαΐου 2011

Αυθεντικό καμάκι σε κάποιο νησί αρχές δεκαετίας 70..


Ο ένας μελαχρινός, επιδερμίδα σκούρα προς την μελαμψή. Το μαλλί κορακί, μακρύ, με μια απόχρωση προς το μπλε του Ναυτικού, σπαστό πασαλειμμένο με brealcream, να λαμποκοπάει στα φώτα της νύχτας, μουστάκι λεπτό να κατεβαίνει λίγο δίπλα στις άκρες των χειλιών, στόμα μικρό, χείλη σφιχτά, μάτια κατάμαυρα. Κορμί καλοσχηματισμένο, πουκάμισο μονόχρωμο προς το θαλασσί, ανοιχτό μέχρι τον αφαλό, με ένα χρυσό μενταγιόν σε χρυσή χοντρή αλυσίδα παρκαρισμένη στο δασύτριχο στήθος. Ηλικία γύρω στα 25. Παντελόνι μαύρο με ελαφριά καμπάνα κάλτσα κατακόκκινη πετσετέ και παντόφλα πλαστική ανοιχτή μπροστά. Έμενες με ανοιχτό το στόμα βλέποντας αυτό το σύνολο. Νησιώτης ο ίδιος με παραμονή στο νησί το καλοκαίρι και στην Ευρώπη το χειμώνα. Μια φιγούρα που παρέπεμπε απ’ ευθείας σε απόγονο του Ιμπραήμ. Ένα απίστευτο κράμα «Ελληνοαμερικάνου» κατευθείαν βγαλμένου από Ελληνικές ταινίες.

Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

Τα Καμάκια..

Ξεκινώντας απ’ το τέλος της αφήγησης, στη φάση αυτή της ζωής μας η διαδρομή μάλλον δεν περίμενε και πολλά από μας που μπαίναμε κατάκοποι και καταϊδρωμένοι στον καινούργιο αυτό στίβο. Ίσως καμιά από τις συνομήλικές μας δεν μας περίμενε, γιατί όλες μεγάλωσαν πολύ πιο πριν από εμάς και τώρα που αισθανόμασταν έτοιμοι να ξεχυθούμε στο καινούργιο αυτό πεδίο μας είχαν αφήσει πολύ πίσω. Μήπως έπρεπε με τη σειρά μας να κοιτάξουμε κι εμείς προς τα πίσω; Ο χρόνος θα έδειχνε…
Μάλλον μακριά εισαγωγή έκανα προκειμένου να μπω στο θέμα που είναι τα περίφημα καμάκια της δεκαετίας του 70, τότε που μπήκαμε και μεις στον δρόμο αυτό, έτσι όπως τον πρωτοείδα και μας άφησε πραγματικά αξέχαστες αναμνήσεις…
Καλοκαίρι λοιπόν του 72, οι εξετάσεις του Ιουνίου μόλις είχαν τελειώσει. Είχα περάσει δυό μαθήματα, μεταξύ των οποίων το δυσκολότερο, και με την ικανοποίηση της επιτυχίας και μια δόση αλαζονείας στη σκέψη λογάριαζα να περάσω άλλο ένα μάθημα τον Οκτώβρη κι έτσι κέρδιζα το έτος και όλα πρίμα..
Το επόμενο βήμα ήταν το καράβι, επιβατικό /οχηματαγωγό, «Ελλη» λέγονταν, και πλέουμε στο άγνωστο με ανάκατα αισθήματα και πιο ανάκατες ακόμα σκέψεις.
Το κατάστρωμα γεμάτο, το ταξίδι ατέλειωτο, τα λιμάνια όσα και τα νησιά και στο τέλος το πρωινό προκλητικά όμορφο σε ένα από τα πιο όμορφα μέρη.
Βράδυ λοιπόν σε ένα περιβάλλον που δύσκολα μπορεί κανείς να περιγράψει..

Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Τα Καμάκια..

Καλοκαίρι του 72, σε ένα από τα ομορφότερα νησιά του αρχιπελάγους. Η σκηνή στην μοναδική disco του νησιού. Η λειτουργία της από τρείς Νεοκοσμίτες η ιστορία της οποία έχει όλα τα χαρακτηριστικά του επιχειρείν εκ των ενόντων, ή με άλλα λόγια επιχείρηση άρπα κόλα. Το καταπληκτικό βέβαια όπως θα έλεγαν και έγκριτοι οικονομολόγοι ήταν η μοναδικότητα, το μονοπώλιο, με ότι αυτό συνεπάγεται στην οικονομική διάσταση, ή την «κονόμα» ‘όπως θα έλεγε κάποιος πολύ πιο πεζός…
Αλλά ας έρθουμε στο θέμα μας που δεν είναι άλλο από το περίφημο «The Big Greek Kamaki". Μάλιστα αγαπητοί μου φίλοι το περίφημο καμάκι της χρυσής δεκαετίας του 70.  Εμείς μόλις είχαμε τελειώσει το φοβερό μας Εκτο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και αφού είχαμε «εισέλθει» στις σχολές της προτίμησής μας μετά από την τιτάνια προσπάθεια των δυό τελευταίων χρόνων είχαμε αποφασίσει, πως για τα επόμενα δυό χρόνια θα τα γράφαμε όλα κανονικά και θα προσπαθούσαμε να κερδίσουμε το χαμένο χρόνο των εισαγωγικών και ει δυνατόν με το παραπάνω. Οι σπουδές ας περίμεναν και λίγο. Ετσι λοιπόν έκαστος εξ ημών διάλεξε τον προσωπικό του δρόμο που τη φορά αυτή δεν είχε μαθησιακά χαρακτηριστικά με την έννοια του διαβάσματος. αλλά τα χαρακτηριστικά της πραγματικής ζωής, και ιδιαίτερα της επιδρομής για την εκμάθηση και κατάκτηση του ωραίου φύλλου.   Να λοιπόν πεδίο δόξης λαμπρό για τους συμμαθητές και φίλους που ξεκινάγαμε τον καινούργιο και πολύ σημαντικό αυτό δρόμο. Και το άλλο φύλλο; Το ωραίο φύλλο που μας βασάνιζε ανελέητα στα δυό τελευταία χρόνια της έντονης προσπάθειας που ήταν; τι ήταν; τι πίστευε; Τι περίμενε;

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Η αρχή...

Αφήνοντας πίσω την εφηβική ζωή στην πρώτη νεανική εποχή τότε που ξεκίναγε η ερωτική περιπέτεια να αποτελεί κεντρικό συστατικό της πορείας αυτής τότε είχαμε την ευκαιρία ή την τύχη θα μπορούσε κανείς να πει, να ξεκινάμε την περιπέτεια αυτή μαζί, με όλα τα παιδιά της μεγάλης αυτής γειτονιάς και όλοι γίναμε συμμέτοχοι ο ένας στους δρόμους των υπολοίπων αντλώντας πολλά και χρήσιμα, κατανοώντας τους διάφορους αλλά παρόμοιους δρόμους, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην μέχρι σήμερα σχέση μας.
Τα στοιχεία μιάς πετυχημένης ερωτικής διαδρομής τα χρόνια εκείνα ήταν συγκεκριμένα.
Ας ξεκινήσουμε απ’ την ομορφιά
Και ποιος δεν ήταν όμορφος, έστω με τον τρόπο του.
Ολοι είχαν το κατιτί τους απ΄το σπουδαίο αυτό δώρο αλλά και να μην το είχαν εφόσον είχαν περάσει την πολύ σκληρή την αμείλικτη παιδική ηλικία όπου η απίστευτη σκληρότητα των υπόλοιπων συμμαθητών μας ανάγκαζαν να κατανοήσουμε πλήρως τις ατέλειές μας και να συνυπάρξουμε μ΄αυτές ή να περάσουμε στο περιθώριο επειδή κάποια ατέλεια ή ο τρόπος αντίδρασης προς αυτή ήταν έξω από τα αποδεκτά των υπολοίπων. Πίστευα και πιστεύω πως όσο σκληρή και να ήταν η συμπεριφορά όλων μας πάντα είχε χώρο για όλους τους υπόλοιπους, ότι κι αν συνέβαινε , η σκληρότητα αυτή άλλαζε καθώς τα χρόνια πέρναγαν κι ο καθένας μας προσπαθούσε να εντάξει τον εαυτό του σε κάποια πορεία.   

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

ΛΕΡΟΥΑ 14

Ο Δημήτρης πιο γνωστός σαν Μήτσος. Περίεργο που συμβιβάστηκε με το όνομα αυτό, του ταίριαξε όμως όπως ταιριάζουν μερικά πράγματα από μόνα τους και συμμετέχουν στη διαμόρφωση της ταυτότητας του καθενός μας. Ένα τυχαίο γεγονός μπορεί να προσδιορίσει ένα ιδίωμα να το ονοματίσει να το χαρακτηρίσει να του δώσει την ιδιοπροσωπία του, να συμμετάσχει σαν συστατικό στην μορφή. Αρρενωπός με καλές εκπομπές προς τα έξω, καλλιεργημένος, με ανησυχίες με προβληματισμούς, μπον βιβερ, εραστής του ωραίου φύλλου, ακαταπόνητος και ακαταμάχητος κυνηγός είχε αναγάγει το σπορ σε πεδία πρωταθλητισμού.  Η σχολή του ήταν χρήσιμη για τις γοητευτικές επαφές με τις συμφοιτήτριες, και καμμιά φορά την παρακολούθηση πολύ ενδιαφερουσών διαλέξεων από καλούς ρήτορες. Τις σπάνιες φορές που δεν είχα υποχρέωση στη σχολή τον ακολουθούσα στα αμφιθέατρα. Βέβαια η κατάληξη ήταν ο” Παπασπύρος” στη λεωφόρο Συγγρού για καφέ και κουβέντα ή σινεμαδάκι συνοικιακό, με σουβλάκι μετά το τέλος στο Γιώργο στα λεωφορεία, ή στον ”αυτιά” στη Μπακνανά, σε κείνον που φάγαμε και ένα δίφραγκο μέσα στο μπιφτέκι.
Θυμάσαι ρε Μήτσο πως έπαιρνε παραγγελία, «έλα λεβεντιά μ’».
Το βράδυ εκείνο παραγγείλαμε τα σουβλάκια μας και καθώς τρώγαμε το μπιφτέκι κάποιος δάγκωσε ένα δίφραγκο σαν φλουρί σε αγιοβασιλιάτικη πίττα και το βράδυ εκείνο έφαγε σουβλάκι με έκπτωση.
(pt 4)

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

ΛΕΡΟΥΑ 14

Θα ήθελα να κάνω μια μικρή παρέκληση πριν συνεχίσω το χρονικό.
Μεγαλώνοντας με την παρέα των αγοριών της εποχής εκείνης όταν έχεις μεγαλώσει με παρόμοιο τρόπο μέσα σε οικογένειες με την ίδια πανω κάτω δομή, με τα ίδια πάνω κάτω ήθη βγαίνεις στο δρόμο που για όλους είναι σχολείο  και αποφασίζεις που θα πας και με ποιόν. Οι επιλογές σχεδόν ίδιες. Οι διαφορές σχεδόν ανύπαρκτες, έτσι ο δρόμος το σπουδαίο αυτό σχολείο γίνεται δρόμος κοινός που τον μοιραζόμαστε όλοι με το ίδιο μερίδιο παίρνοντας ο καθένας μας ότι και όσο από το μερίδιο του επιθυμεί, κρατώντας όποιο κομμάτι θέλει για τον εαυτό του και μοιράζοντας στους υπόλοιπους ή μοιραζόμενος μ’ αυτούς ένα άλλο εξίσου μεγάλο ή μικρό κοινό μερίδιο.  Η παρέα του σινεμά, η παρέα του γηπέδου, η παρέα των πάρτυ, η παρέα των πολιτικών αγώνων, είχε άλλοτε άλλη σύνθεση, ο πυρήνας όμως ήταν πάντα ο ίδιος. Εβγαινε η σκέψη να πάμε σινεμά και οι σινεφίλ έκαναν την ομάδα τους και πήγαιναν. Ολοι όμως γύριζαν στον ίδιο χώρο όπως και τώρα. Κοινές πορείες κοινές αγάπες, κοινές αγωνίες, και από μια κοντινή απόσταση να βλέπεις τους συνταξιδιώτες να κάνουν το δικό τους οδοιπορικό και μέσα απ’ αυτό να βλέπεις το δικό σου.
(Pt 3)

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Στην οδό Δελούδη...

Ο δρόμος αυτός ήταν η κοίτη του ρέματος που κατέβαινε από τη Δάφνη προς την Κράτητος

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

ΛΕΡΟΥΑ 14

Ποιοι ήταν όμως οι ιδιοκτήτες οι νόμιμοι διαχειριστές του μικρού αυτού καταφυγίου των χρόνων της χούντας και των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης. Ιδιοκτήτες,  λέξη αναντίστοιχη με τον κοινοβιακό τρόπο λειτουργίας του μικρού υπογείου χώρου. Ο χώρος που εκφράστηκαν όλων των μορφών οι παρεμβάσεις. Αισθητικές, θεατρικές, ποιητικές, φιλολογικές, μουσικές, πολιτικές, και φυσικά αισθηματικές, σεξουαλικές, φιλικές. Ο χώρος που τα πιο πολλά συναισθήματα που έρχονται στην ηλικία αυτή φιλοξενήθηκαν μέσα του.
Ο Γιώργος, και ο Δημήτρης, ο Μήτσος κι ο Γιώργος αν προτιμάτε.
Η σχέση με τα παιδιά αυτά ξεκίνησε αρχές του 71 όταν στη γωνία Τζεβά και Σουλιωτών το παλιό σπίτι του Γιάννη του Κουτσού του συμπαθέστατου αυτού γερόμαγγα, νοικιάσθηκε από τους φίλους μας που ήρθαν στην Αθήνα από τους τόπους καταγωγής τους  για τις Πανεπιστημιακές τους σπουδές. Ο Γιώργος σπούδαζε στην ΑΣΟΕΕ κι ο Μήτσος στην ΠΑΣΠΕ.
Η τυχαία γνωριμία τους με  τον Γιάννη τον Κόντο που έμενε στην πολυκατοικία απέναντι, και το ενδιαφέρον που έδειξε για ένα σπουδαίο βιβλίο που έπεσε στα χέρια του το περίφημο Τάδε Εφη Ζαρατούστρας ή όπως ο νεαρός τότε Γιάννης μας είπε «Τ’ αδέρφι ο Ζαρατούστρας»,  αποτέλεσε την αφορμή να έρθουμε σε επαφή με τα παιδιά και να ξεκινήσει η γνωριμία, η βαθειά φιλία που μέσα από τόσα χρόνια  παραμένει μέχρι σήμερα, και στις μηνιαίες συναντήσεις μας στα Λιόδεντρα ή στον Πιτσικάλη του Μήτσου του Μαντρά  έχουμε τόσα να θυμηθούμε, να πούμε, να κάνουμε απολογισμό της πορείας που τότε αποφασίζαμε και σήμερα πιά προσδιορισμένη βαλμένη σε πλαίσια περιμένει να δει πόσο κοντά ή μακριά είναι από κείνη που οραματιστήκαμε.
(pt2)

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

ΛΕΡΟΥΑ 14

ΛΕΡΟΥΑ 14
Λίγα σκαλιά 7 ή 8 κατέβαιναν προς την πόρτα του μικρού ημιυπόγειου διαμερίσματος.
Το διαμέρισμα αυτό αποτελούσε ένα μικρό χωλάκι που το έκλεινε η πόρτα του μπάνιου, η πόρτα της κουζίνας, και οι πόρτες των δωματίων το ένα με την τζαμένια και το άλλο με την μασίφ.
Η πόρτα της κουζίνας δεν έκρυβε καμιά έκπληξη η χρησιμότητα της ήταν άλλωστε περιορισμένη καμιά φορά αποτελούσε αίθουσα αναμονής όπως θα γίνει παρακάτω εμφανές. Οι άλλες δύο ήταν εκείνες που αποτελούσαν την είσοδο στο χώρο της δράσης της μικρής ομάδας που είχε την κατοχή του διαμερίσματος, και της μεγαλύτερης έως πολύ μεγάλης που κατά καιρούς είχε την χρήση του.
Η νεολαία των 20άρηδων της εποχής της δεκαετίας του 70 στην τριγύρω από την  πλατεία περιοχή ιδιαίτερα στις αρχές της, ήταν μια ετερόκλητη ομάδα που την σχημάτιζαν άτομα με διαφορετική προέλευση με διαφορετικούς στόχους σε διαφορετικές διαδρομές έκφρασης, όλους όμως τους έφερνε σε επαφή ο χώρος συνάντησης στο μπαράκι του Τύρου στην πλατεία, τα ματς της ομάδας τις Κυριακές κι’ όταν λέμε ομάδα εννοούμε Θρίαμβο, τα σινεμά γύρω απ’ την πλατεία και τα στέκια τα βραδινά, Παπασπύρου, Διεθνές, Ξενύχτης στη Λεωφόρο Συγγρού και φυσικά στο Ακαπούλκο.
Οι παίχτες της ομάδας, οι εργαζόμενοι σε διάφορες δουλειές, οι επαγγελματίες της περιοχής, μερικοί μαθητές και κάμποσοι φοιτητές ήταν η ετερόκλητη αυτή ομάδα που έξω από το σταθερό πυρήνα της, άλλαζε κατά καιρούς σύνθεση κυρίως όταν οι ανάγκες το επέβαλαν.
Τριγύρω από όλους αυτούς, όλους εμάς καλύτερα, υπήρχαν και τα κορίτσια οι φίλες μας οι γνωστές μας που σιγά σιγά άρχιζαν να βγαίνουν απ’ το σπίτι και ώρες που παλιότερα δεν μπορούσαν και αναμιγνύονταν μαζί μας σχηματίζοντας το γνωστό εκείνο εκρηκτικό μίγμα που φτιάχνεται κάτω από τις συνθήκες αυτές και στην ηλικία αυτή.   Υπήρχε και το καινούργιο Λύκειο που άρχισε να δουλεύει στο χώρο που ήταν παλιά το γήπεδο του Φοίβου, προσφέροντας στους παροικούντες πολύ «υλικό» για γνωριμίες και όχι μόνο.

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

Άγουρα χρόνια σε μια Αθήνα που μεγάλωνε με τρομερούς ρυθμούς. Μια Αθήνα που γέμιζε επαρχία με κουλτούρα επαρχίας με τη μικροαστική τάξη με τους εργάτες τους βιοπαλαιστές τους παρατρεχάμενους, μια Αθήνα του 50 που έβγαινε από την κατοχή και τον εμφύλιο και δέχονταν φιλόξενα κάθε ένα που έτρεχε σ'αυτή.
Μικρά σπιτάκια με αυλή που σε κάθε δωμάτιο έμενε μια οικογένεια, σπίτια χτισμένα με πέτρες, δυό δωμάτια και σάλα για τα καλά , ένα δωμάτιο για τα χαμόσπιτα που μάζευαν όλη την οικογένεια και όχι μόνο. Όλα όμως την αυλή τους και τον κήπο τους. Πόσο διέφεραν οι αυλές και πόσο εύκολα ξεχώριζες την προέλευση των νοικοκυραίων. Λαχανικά δέντρα και κοτέτσια σε κείνους που ήρθαν πρόσφατα απ’ την επαρχία, λουλούδια σε κείνους που μέτραγαν πάνω από μια γενιά εδώ.
Η γειτονιά μου στο ρέμα στο Κατσιπόδι βρίσκονταν στο τέλος της Αθήνας προς τα νότια και ήταν η τελευταία περιοχή που ίσχυαν πολεοδομικοί κανόνες. Από κει και κάτω μέχρι το άλσος της Νέας Σμύρνης και πιο ψηλά στη δεξαμενή που ήταν το σχολειό μου και το ορφανοτροφείο άχτιστες περιοχές που έβοσκαν πρόβατα και τα λέγαμε στα χωράφια. Ήταν ο χώρος που έπαιζαν μπάλα τα παιδιά που έμεναν στο Φάρο. Ήταν πιο δυνατοί από μας πιο τσαμπουκάδες και τους φοβόμασταν. Σπάνια μπορούσαμε να πάμε να παίξουμε αντίπαλοί τους. Κι όμως εμείς στη γειτονιά είχαμε πολύ καλύτερες ομάδες και είχαμε και το γήπεδο το Φοίβο.

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Τάβλι στο μπαράκι

Το απόγευμα εκείνο η μονομαχία ήταν στην πιο κρίσιμη καμπή και οι θεατές χωρισμένοι στα δύο υποστήριζαν τον κάθε ένα απ’ τους παίκτες . Άλλοι αφοσιωμένοι στην παρτίδα και άλλοι να δίνουν οδηγίες αποδοκιμάζοντας ή επιδοκιμάζοντας ανάλογα με την περίπτωση και δημιουργούσαν έντονο εκνευρισμό στην ομάδα. Μεταξύ των θεατών ο Γιάννης ο ψηλός που κρατούσε στο χέρι του το πιατάκι με το ζεστό γαλατομπούρεκο και στο άλλο το πιρούνι περιμένοντας την εξέλιξη προκειμένου να συνεχίσει το απολαυστικό γλυκό. Με ταχυδακτυλουργικό τρόπο το γλυκό εξαφανίσθηκε και ολόκληρο τοποθετήθηκε στο στόμα του Αντώνη που πιο δίπλα έβλεπε κι αυτός την παρτίδα αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί στη θέα και μυρουδιά του γλυκού που αιωρείτο μπρος στη μύτη του. Ο ήχος απ’ το πιρούνι στο άδειο πιατάκι έβαλε σε υποψίες τον Γιάννη που γυρνώντας βλέπει έκπληκτος το γαλατομπούρεκο να απουσιάζει και κοιτώντας τριγύρω είδε τον Αντώνη που δεν είχε προλάβει να καταπιεί το γλυκό μπουκωμένος. Η παρτίδα προσωρινά διακόπηκε και το ενδιαφέρον στράφηκε στη αψιμαχία των δύο όρθιων που βρίσκονταν επί θύραις..
Ο Γιάννης αγριοκοίταξε τον Αντώνη εκείνος χαμογέλασε αμήχανα και απαίτησε την αποζημίωση εις διπλούν.
Τα πράγματα πήραν το δρόμο τους, η παρτίδα επαναλήφθηκε χωρίς όμως τους θεατές μιάς και το ενδιαφέρον μετατοπίσθηκε αλλού.

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Τάβλι στο μπαράκι

Το τραπεζάκι δίπλα στον τοίχο προφύλασσε απ΄τη μια μεριά τους παίκτες όμως δεν άφηνε χώρο σε όλο τον κόσμο που ήθελε να παρακολουθήσει την τιτανομαχία ανάμεσα σε δυό άσπονδους φίλους και γείτονες τον Σάκη και τον Μιχάλη στις μυθικές παρτίδες τάβλι που έδιναν σε τακτική βάση. Το μπαράκι μας άρχιζε να γεμίζει κόσμο καθώς έρχονταν το βραδάκι, και μετά τις πρώτες κουβέντες με τον καφέ στο χέρι διαμοιραζόμασταν σε δυό ομάδες και σκύβαμε πάνω απ’ τους μονομάχους που έπαιζαν το γαλατομπούρεκο στα ζάρια.
Ο Σάκης ψηλός, αδύνατος με το κατσαρό μαλλί του με ένα χαμόγελο που σε «αποπροσανατόλιζε», και ο Μιχάλης με το σακκάκι του αδύνατος ολυμπιακός, παίχτης γενικά, με την εφημερίδα το φως των σπορ στη μασχάλη και πειράγματα στοχευμένα στον αντίπαλό του, και υποτιμητικά με χαρακτηριστική προφορά «έλα βρε αγόρι μου!!!».
Ο ένας επιθετικός και ανυπόμονος ο άλλος μεθοδικός με τον αέρα του σπουδαίου. Το ζάρι όταν ήθελε το Σάκη έφερνε γρήγορα εκνευρισμό στο Μιχάλη κι όταν απ’ την άλλη κέρδιζε ο Μιχάλης ο Σάκης τριβόταν στην καρέκλα του έτοιμος για κοπάνα.
Δύο πράγματα ήταν ικανά να διακόψουν την παρτίδα, για τον Σάκη η προβολή στην τηλεόραση του «Αγνωστου Πόλεμου» και για το Μιχάλη το σχόλασμα της κοπέλας του απ’ το σχολείο που δεν διαπραγματευόταν για τίποτε να μην τη συνοδέψει κουβαλώντας την τσάντα της. Όταν τέλειωναν τα παραπάνω μπορεί η παρτίδα να επαναλαμβανόταν.